Ροή Ειδήσεων

ΕΛΛΑΔΑ

ΑΘΛΗΤΙΚΑ

Τελευταιες Αναρτησεις

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2017

Διά τους κατηγορούντας τον Θεόν

Διά τους κατηγορούντας τον Θεόν, διατί δεν εξαφανίζει τον διάβολον∙ και ότι δεν μας βλάπτει καθόλου η πονηριά του αν προσέχουμε. Έχομεν είπει εις προηγουμένην ομιλίαν ότι ο διάβολος δεν επικρατεί δια της βίας ούτε με την τυραννίαν, το καταναγκασμόν, η την ωμήν επιβολήν. Διότι αν συνέβαινε τούτο θα μας είχε καταστρέψει όλους. Και εις απόδειξιν τούτου εφέραμεν ως παράδειγμα τους χοίρους, εναντίον των οποίων δεν ετόλμησαν να επιτεθούν οι δαίμονες πριν λάβουν την άδειαν από τον Κύριον «(Ματθ. 8,31).

Επίσης εφέραμεν ως παράδειγμα τα βουκόλια και τα ποίμνια του Ιώβ∙ διότι ούτε αυτά ετόλμησεν ο διάβολος να τα καταστρέψη παρά μόνον όταν έλαβεν άνωθεν την εξουσίαν (Ιώβ 1,12). Το πρώτον λοιπόν που εμάθαμεν είναι ότι δεν μας επιβάλλεται δια της βίας ούτε από καμμίαν ανάγκην∙ μετά από αυτό επροσθέσαμεν ότι αν και νικά με απάτην, ούτε έτσι κατορθώνει να τους νικήση όλους. Και πάλιν εφέραμεν ως παράδειγμα τον αγωνιστικόν Ιώβ, εναντίον του οποίου εχρησιμοποίησε αμέτρητα τεχνάσματα και ούτε έτσι κατόρθωσε να τον νικήση, αλλά απεσύρθη ηττημένος.

Δεν είναι ο διάβολος που μας ζημιώνει αλλά η ιδική μας αδιαφορία εις κάθε περίπτωση ανατρέπει και υποσκελίζει όσους δεν προσέχουν.


Ας αφήσωμεν τον διάβολον λοιπόν, που είναι πολύ πονηρός, όχι εκ φύσεως, αλλά από τη ψυχικήν του διάθεσιν και την γνώμην∙ ότι ο διάβολος δεν είναι εκ φύσεως ως πονηρός, ημπορείς να το πληροφορηθής από τα ιδίας τας ονομασίας του. Ονομάζεται διάβολος από το διαβάλλειν. Διότι διέβαλε τον άνθρωπον προς τον Θεόν λεγων∙ ‘’δεν σε λατρεύει δωρεάν ο Ιώβ∙ αλλά στείλε τη χείραν σου και ψαύσε αυτά που έχει∙ ει δε μη θα σε βλασφημήση κατά πρόσωπον” (Ιώβ 1,9,11).

Διέβαλε πάλιν τον Θεόν προς τον άνθρωπον λέγων∙ ‘’πυρ έπεσεν από τον ουρανόν και κατέκαυσε τα πρόβατα” (Ιώβ, 1,16)∙ προσπαθούσε να πείση αυτόν, ότι ο πόλεμος αυτός εξαπελύθη από επάνω από τους ουρανούς, και έφερεν εις σύγκρουσιν τον δούλον προς τον Κύριον, και τον Κύριον προς τον δούλον∙ μάλλον δε δεν τους έκαμε να συγκρουσθούν, αλλά επεχείρησε να τους φέρη εις σύγκρουσιν, όμως δεν ημπόρεσεν, ώστε, όταν ιδής άλλον δούλον να συγκρούεται με τον Δεσπότην, τον Αδάμ δηλαδή προς τον Θεόν ο οποίος Αδάμ επίστευσεν εις την διαβολήν του, να μάθης ότι δεν ήντλησε την δύναμιν του από την ιδικήν του δύναμιν, αλλά από την ραθυμίαν και αδιαφορίαν εκείνου.

Δια τούτο λοιπόν έχει ονομασθή διάβολος το να διαβάλλη όμως και το να μη διαβάλλη δεν είναι στοιχείον της φύσεως, αλλά πράξις που γίνεται και ”απογίνεται”, που συμβαίνει και που παύει να συμβαίνη, και όλα αυτά δεν έχουν θέσιν φύσεως και ουσίας.

Θέλετε τώρα να έλθωμεν και εις μίαν άλλην ονομασίαν και θα ιδήτε ότι και αυτή η ονομασία δεν αναφέρεται εις την ουσίαν ούτε εις την φύσιν του διαβόλου; Ονομάζεται πονηρός, η δε πονηρία δεν είναι στοιχείον της φύσεως, αλλά της ψυχικής διαθέσεως∙ διότι άλλοτε γίνεται και άλλοτε παύει να υπάρχη. Ούτε βέβαια να μου ισχυρισθής ότι αυτή παραμένει εις εκείνον δια παντός∙ διότι δεν ήτο εξ αρχής εις εκείνον, αλλά προσετέθη αργότερον, δι’ αυτό ονομάζεται και αποστάτης∙ και όμως ενώ πολλοί άνθρωποι είναι πονηροί, αυτός μόνον ονομάζεται κατ’ εξοχήν πονηρός.

Διατί τέλος πάντως ονομάζεται έτσι; Διότι ενώ δεν αδικήθηκε καθόλου από εμάς, ενώ δεν είχε ούτε μικράν ούτε μεγάλην κατηγορίαν όταν είδε να τιμάται ο άνθρωπος, αμέσως τον εφθόνησε δια τα αγαθά. Και τι χειρότερον από αυτήν την πονηρίαν ημπορούσε να υπάρξη κατά την οποίαν γεννάται έχθρα και πόλεμος χωρίς καμμίαν εύλογον αιτίαν;

Ας αφήσωμεν λοιπόν κατά μέρος τον διάβολον και ας φέρωμεν προς συζήτησιν την κτίσιν, δια να μάθης ότι αίτιος των κακών εις ημάς δεν είναι ο διάβολος, αν εμείς θέλωμεν να προσέχωμεν. Δια να μάθης ότι ο έχων ασθενή θέλησιν και ο αμελής και ο αδιάφορος, και χωρίς να υπάρχη ο διάβολος, καταπίπτει και κρημνίζεται εις μεγάλα βάραθρα κακίας. Ο διάβολος είναι πονηρός∙ το γνωρίζω και ομολογείται από όλους, αλλά πρόσεχε με μεγάλην προσήλωσιν αυτά που πρόκειται να ειπώ τώρα.

Δεν είναι συνηθισμένα∙ αλλά είναι θέματα δια τα οποία από πολλούς πολλάς φοράς και σε πολλά μέρη γίνονται συζητήσεις δια τα οποία διεξάγεται μεγάλη μάχη και πόλεμος όχι μόνον μεταξύ των πιστών προς τους απίστους, αλλά και μεταξύ των ιδίων των πιστών∙ και αυτό είναι το οδυνηρόν.

Δια τον διάβολον λοιπόν όλοι συμφωνούν, καθώς είπα, ότι είναι πονηρός∙ τι θα ειπούμεν όμως δια την δημιουργίαν, τη ωραίαν και θαυμαστήν; Μήπως και η δημιουργία είναι πονηρά; Και ποιος είναι τόσο μιαρός; Ποιος είναι τόσον ανόητος και παρανοϊκός ώστε να κατηγορήση την κτίσιν; Τι θα ειπούμεν λοιπόν δι’ αυτής; Διότι δεν είναι πονηρά, αλλά είναι και ωραία και αποτελεί απόδειξιν της σοφίας του Θεού και της δυνάμεως και της φιλανθρωπίας του.

Άκουσε λοιπόν πως θαυμάζει αυτήν ο προφήτης λέγων∙ ‘’Πόσον εμεγαλύνθησαν τα έργα σου, Κύριε, όλα τα έκαμες με σοφίαν” (Ψαλμ. 103, 24)∙ δεν αναφέρεται εις το καθένα χωριστά αλλά υποχωρεί εμπρός εις το ακατάληπτον της σοφίας του Θεού. Ότι την έπλασε τόσον ωραίαν και μεγάλην επωφελώς, άκουσε κάποιον που το λέγει∙ ‘’από το μέγεθος και την ομορφιά των κτισμάτων φαίνεται αναλόγως και ο δημιουργός των‘’ (Σοφ. Σολ. 13,5) άκουσε τον Παύλον που λέγει∙ ‘’διότι τα αόρατα στοιχεία της θεότητος από την δημιουργίαν του κόσμου φαίνονται καθαρά με την σκέψιν μέσα εις τα δημιουργήματα” (Ρωμ.1,20). Διότι κάθε ένας από αυτούς δι’ ‘όσων είπεν, άφησε να εννοηθή ότι η κτίσις η ιδία μας οδηγεί εις την θεογνωσίαν∙ ότι αυτή συντελεί να γνωρίσωμεν καλώς τον Δεσπότην.

Τι λοιπόν να ίδωμεν ότι αυτή η ωραία και θαυμαστή κτίσις υπήρξε δια πολλούς αιτία ασεβείας, θα την κατηγορήσωμεν; Καθόλου, αλλά θα κατηγορήσωμεν εκείνους που δεν εχρησιμοποίησαν όπως πρέπει το φάρμακον. Που ευρίσκεται λοιπόν η αιτία της ασεβείας; ‘’Εσκοτίσθη”, λέγει ‘’η σκέψις των φιλοσόφων και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν την κτίσιν αντί του δημιουργού” (Ρωμ. 1, 21,25). Πουθενά δεν υπάρχει εδώ διάβολος∙ πουθενά δαίμων, αλλά ενώπιον όλων απλώνεται η κτίσις μόνη και γίνεται διδάσκαλος θεογνωσίας.

Πως λοιπόν έγινε αιτία ασεβείας; Όχι από την φύσιν της, αλλά από την αμέλειαν αυτών που δεν προσέχουν.

Τι λοιπόν, ειπέ μου, θα αφανήσωμεν την κτίσιν; Και διατί ομιλώ δια την κτίσιν; Ας έλθωμεν εις τα μέλη του ιδίου του σώματος μας. Διότι, αν δεν προσέχωμεν, θα εύρωμεν ότι και αυτά γίνονται αίτια της απώλειας μας, όχι από την φύσιν των, αλλά από την ιδικήν μας αμέλειαν.

Σκέψου, σε παρακαλώ, ότι σου εδόθη ο οφθαλμός δια να δοξάζεις τον Δεσπότην βλέπων την κτίσιν. Αλλά αν δεν κάμης καλήν χρήσιν του οφθαλμού σου γίνεται πρόξενος μοιχείας (Ματθ. 5, 28) η γλώσσα σου εδόθη δια να δοξάζης και να υμνής τον δημιουργόν αλλά εάν δεν προσέχης, αυτή σου γίνεται αιτία βλασφημίας (Ιων. 3, 5-12)∙ τα χέρια σου εδόθησαν δια να τα υψώνης όταν προσεύχεσαι∙ αλλ’ αν δεν είσαι νηφάλιος τα απλώνης εις αρπαγήν, τα πόδια σου εδόθησαν δια να τρέχης εις καλά έργα αλλ’ αν αμελής, δι’ αυτών θα οδηγηθής εις κακάς πράξεις.

Βλέπεις ότι τον ασθενή τον βλάπτουν τα πάντα; Βλέπεις ότι τον ασθενή και τα σωτήρια φάρμακα τον φέρουν εις τον θάνατον, όχι από την φύσιν των, αλλά από την αδυναμίαν εκείνου; Ο Θεός εδημιούργησε τον ουρανόν δια να θαυμάσης το έργον και να προσκυνήσης τον Δεσπότην∙ αλλά άλλοι, αφού εγκατέλειψαν τον δημιουργόν, προσεκύνησαν τον ίδιο τον ουρανόν∙ αυτά όλα προήλθαν από την αμέλειαν και την ανοησία των.

Αλλά διατί ομιλώ δια την κτίσιν; Και μήπως ημπορεί να γίνη κάτι άλλο περισσότερον σωτήριον από τον σταυρόν; Όμως αυτός ο σταυρός υπήρξε σκάνδαλον διά τους αδυνάτους. ‘’Διότι το κήρυγμα περί του σταυρού για τα τέκνα της απωλείας είναι μωρία, ενώ δια τους σωζομένους είναι δύναμις του Θεού” (Α’ Κορ. 1,18)∙ και πάλιν∙ ‘’κηρύσσομεν τον Χριστόν τον εσταυρωμένον, ο οποίος είναι σκάνδαλον δια τους Ιουδαίους, δια τους ειδωλολάτρας δε μωρία” (Α’ Κορ. 1,23).

Τι ημπορεί να γίνη περισσότερον φωτισμένη διδασκαλία από την διδασκαλίαν του Παύλου, και των αποστόλων; Αλλά οι απόστολοι αυτοί δια πολλούς υπήρξαν οσμή θανάτου διότι λέγει ‘’δι’ άλλους οσμή θανάτου προς τον θάνατον, δι άλλους οσμή της ζωής προς την ζωήν” (Β’ Κορ. 2,16). Βλέπεις λοιπόν ότι ο μεν αδύνατος εις την πίστιν βλάπτεται και από τον Παύλον, ενώ ο ισχυρός δεν αδικείται ούτε από τον διάβολον;

Θέλεις τώρα να φέρωμεν τον λόγον και εις τον Χριστόν; Τι ημπορεί να συγκριθή με την σωτηρίαν εκείνην; Τι άλλο υπήρξεν ωφελιμότερον από την παρουσίαν εκείνην; Αλλά αυτή η παρουσία η σωτήριος, η χρήσιμη, έγινε αφορμή κολάσεως δια πολλούς. ‘’Διότι”, λέγει, ‘’εγώ ήλθα εις το κόσμον τούτον προς κρίσιν, ώστε αυτοί που δεν έβλεπαν να ιδούν και αυτοί που έβλεπαν να γίνουν τυφλοί” (Ιώ. 9,39). Τι λέγεις; Το φως έγινεν αιτία τυφλώσεως; Δεν έγινε το φως αιτία τυφλώσεως, αλλά η αδυναμία των οφθαλμών της ψυχής; δεν ημπόρεσε να δεχθή το φως.

Είδες ότι ο αδύνατος βλάπτεται από παντού, ο δε ισχυρός ωφελείται από παντού; Διότι παντού αιτία είναι η ψυχική διάθεσις, παντού κυρίαρχος είναι η γνώμη.

Επειδή ο διάβολος, αν θέλης να μάθης, είναι και χρήσιμος εις εμάς, αν τον χρησιμοποιήσομεν όπως πρέπει, και μας ωφελεί τα μέγιστα και επιτυγχάνωμεν από αυτόν κέρδη όχι μικρά.

Και αυτό το απεδείξαμεν πολλάκις και από την περίπτωσιν του Ιώβ ... όλα αυτά τα είπα τώρα, όχι δια να απαλλάξω τον διάβολον από την κατηγορίαν, αλλα δια να σας ελευθερώσω από την ραθυμίαν. Καθ’ όσον εκείνος επιθυμεί πολύ να επιρρίπτωμεν εις αυτόν τα ευθύνας των ιδικών μας αμαρτημάτων, ώστε τρεφόμενοι με αυτήν την ελπίδα και διαπράττοντες παν είδος κακίας, να αυξήσωμεν οι ίδιοι την εις βάρος μας τιμωρίαν, διότι ουδόλως συγχωρούμεθα με την μετάθεσιν της ευθύνης εις εκείνον δια τα ιδικάς μας αμαρτίας∙ όπως δεν συνεχωρήθη και η Εύα. Εμείς όμως να μην κάμωμεν αυτό, αλλά να εμβαθύνωμεν εις τον εαυτόν μας και εις τα τραύματα μας∙ διότι έτσι θα ημπορέσωμεν να επιθέσωμεν και τα φάρμακα δια την θεραπείαν, διότι εκείνος που αγνοεί την νόσον του δεν θα φροντίση καθόλου διά την θεραπείαν της.

Εχομεν πολλάς αμαρτίας∙ το γνωρίζω και εγώ∙ όλοι είμεθα υπό κολασμόν∙ αλλά δεν έχομεν αποκλεισθή από την συγνώμην, ούτε ευρισκόμεθα έξω από την μετάνοιαν διότι ιστάμεθα ακόμη εις το σκάμμα έτοιμοι δια τους αγώνας της μετανοίας. Είσαι γέρων και έφθασες εις την εσχάτην έξοδον από την ζωήν; Μη νομίσης ότι εξ αιτίας αυτού έχεις χάσει την ευκαιρίαν της μετανοίας, ούτε να απελπισθής δια την σωτηρίαν σου, αλλά θυμήσου τον ληστήν που συνεχωρήθη επάνω εις τον σταυρόν.

Πράγματι, ποιον χρονικόν διάστημα είναι συντομότερον από την στιγμήν εκείνην κατά την οποίαν εστεφάνουτο; Όμως δι’ αυτόν ήτο αρκετή δια να σωθή. Είσαι νέος; Μη επαναπαύεσαι με θάρρος εις την νεότητά, ούτε να νομίσης ότι έχεις αρκετήν προσθεσμίαν της ζωής ‘’διότι η ημέρα του Κυρίου έρχεται ως κλέπτης μέσα εις την νύκτα” (Α Θεσ. 5,2).

Διά τούτο και δεν μας εγνωστοποίησε την ημέραν του θανάτου μας, δια να επιδείξωμεν ζήλον και φροντίδα. Δεν βλέπεις κάθε ημέραν νέους να αποθνήσκουν; Δια τούτο μας προτρέπει κάποιος ‘’ Μη βραδύνης να επιστρέψεις προς τον Κύριον, ούτε να αναβάλλης από ημέρας εις ημέραν, μήπως καθώς βραδύνης καταφθαρής” (Σοφ. Σειράχ 5,7) Ο γέρων λοιπόν ας έχη εκείνην την παραίνεσιν υπ’ όψιν∙ ο νέος αυτήν εδώ την νουθεσίαν.

Αλλά είσαι ασφαλής, έχεις πλούτη και καυχάσαι δια τα χρήματα σου και δεν σου συμβαίνει κανένα κακόν; Άκουσε τι λέγει ο Παύλος ‘’όταν λέγουν ειρήνην και ασφάλειαν, τότε επέρχεται εις αυτούς αιφνίδιος όλεθρος” (Α’ Θεσ. 5,3) Διότι όλα τα πράγματα υφίστανται μεταβολάς∙ δεν εξουσιάζομεν τον θάνατον∙ ας γίνωμεν κύριοι της αρετής, διότι ο Κύριος μας ο Χριστός είναι φιλάνθρωπος.

Θέλετε να σας αναφέρω και οδούς της μετανοιάς; Είναι πολλαί και ποικίλαι και διάφοραι μεταξύ των, όλαι όμως οδηγούν προς τον ουρανόν. Πρώτη οδός μετανοίας είναι η καταδίκη των αμαρτημάτων μας ‘’Λέγε εσύ πρώτος τας αμαρτίας σου δια να δικαιωθής” (Ησ. 43,26). Δι’ αυτό είπε και ο Προφήτης ‘’είπα, θα καταδικάσω τον εαυτόν μου δια την ανομίαν μου προς τον Κύριον και συ εσυγχώρησες την ασέβειαν της καρδιάς μου” (Ψαλμ 31,5).

Αναγνώρισε λοιπόν και συ τα αμαρτήματα σου∙ αυτό είναι αρκετόν εις τον Κύριον ως απολογία∙ διότι αυτός που κατεδίκασε τα αμαρτήματα του είναι δυσκολότερον να περιπέση πάλιν εις τα ίδια αμαρτήματα. Ύψωσε την συνείδησην που έχεις μέσα σου εις κατήγορον, δια να μη έχης άλλον κατήγορον επί του βήματός του Κυρίου. Αυτή είναι μία οδός μετανοίας άριστη. Υπάρχει και άλλη που δεν είναι κατωτέρα αυτής, το να μη μνησικακής εναντίον των εχθρών, το να συγκρατής την οργή σου, να συγχωρής τα αμαρτήματα των συνανθρώπων σου∙ διότι έτσι θα συγχωρεθούν και τα ιδικά μας αμαρτήματα που διεπράξαμεν προς τον Κύριον. Ιδού λοιπόν και δεύτερος τρόπος καθαρισμού των αμαρτημάτων μας. Διότι λέγει ‘’αν συγχωρήσετε τους οφειλέτες σας, και ο ουράνιος Πατήρ σας θα σας συγχωρήση (Ματθ. 6,14).

Θέλης να μάθης και μία τρίτην οδόν μετανοίας; Να κάμης προσευχήν θερμήν και ειλικρινή που να πηγάζη από τα βάθη της καρδίας σου. Δεν είδες εκείνης την χήραν πως εξευμένισε τον αναίσχυντον εκείνον δικαστην; (Λουκ 18,1-8). Ενώ συ έχεις Κύριον ήμερον και προσηνή και φιλάνθρωπον∙ εκείνη εζήτει εναντίον των εχθρών, συ όμως δεν ζητείς εναντίον των εχθρών, αλλά υπέρ της ιδικής σου σωτηρίας.

Αν θέλης να μάθης και τετάρτην οδόν μετανοίας, θα σου ειπώ την ελεημοσύνην διότι αυτή έχει πολλήν και ανέκφραστον δύναμιν. Και πράγματι όταν ο Ναβουχοδονόσορ έφθασεν εις λογής κακίαν και διέπραξε κάθε ασέβειαν, ο Δανιήλ του είπε: ‘’Βασιλεύ, να εισακούσης την συμβουλήν μου∙ λυτρώσου από τας αμαρτίας σου με τας ελεημοσύνας, και από τα ανομίας σου λυτρώσου με την ευσπλαχνίαν σου δια τους πτωχούς” (Δαν. 4,24). Ποίον πράγμα ημπορεί να γίνη ίσον με την φιλανθρωπίαν; Ύστερα από αναρίθμητα αμαρτήματα, ύστερα από τόσας παρανομίας υπόσχεται να απαλλάξη όλων αυτών τον δράστην, εάν δειχθή φιλάνθρωπος εις τους συνδούλους του.

Και πέμπτη η μετριοφροσύνη και η ταπεινοφροσύνη που εκμηδενίζουν την φύσιν των αμαρτημάτων όχι ολιγώτερον από όλους τους άλλους τρόπους που αναφέραμεν∙ και μάρτυς ο τελώνης, ο οποίος δεν είχε να αναφέρη λαμπρά έργα, αλλά αντί όλων αυτών προσέφερε την ταπεινοφροσύνη και απηλλάγη από το βαρύ φορτίον των αμαρτημάτων (Λουκά 18,13).

Ιδού λοιπόν εδείξαμεν πέντε οδούς μετανοίας,

πρώτην την κατανόησιν των αμαρτημάτων μας,
δευτέραν την συγχώρησιν των αμαρτιών του πλησίον,
τρίτην εκείνην που προέρχεται από την προσευχήν,
τετάρτην εκείνην που προέρχεται από την ελεημοσύνη και
πέμπτην την προερχόμενην από την ταπεινοφροσύνην.

Μη βραδύνης, λοιπόν, αλλά να βαδίζης κάθε ημέραν όλας αυτάς τας οδούς∙ καθ’ όσον είναι εύκολοι οδοί και δεν ημπορείς να προβάλης ως πρόσχημα την πενίαν∙ αλλά και αν ακόμα ζης πτωχότερα από όλους και την οργήν θα ημπορέσης να αφήσης κατά μέρος και να ταπεινοφρονής θα ημπορέσης και να προσευχηθής επαρκώς και να καταδικάσης τα αμαρτήματα σου∙ και εις τίποτε δεν γίνεται η πενία εμπόδιον. Και τι λέγω εδώ, αφού ούτε δι’ εκείνην την μέθοδον της μετανοίας που απαιτεί την καταβολή των χρημάτων (δηλαδή η ελεημοσύνη) ούτε εκεί αποτελεί εμπόδιον εις ημάς η πενία. Και αυτό το εφανέρωσεν εις ημάς η χήρα που κατέβαλε τα δύο λεπτά (Μαρκ. 12, 41-44).

Αφού λοιπόν εδιδάχθημεν την θεραπείαν των τραυμάτων μας, ας θέτωμεν επάνω εις αυτά αυτά τα φάρμακα, ώστε, αφού ανακτήσωμεν την πραγαμτικήν υγείαν να απολαύσωμεν και την ιεράν τράπεζαν με παρρησίαν και με μεγάλην δόξαν να συναντήσωμεν τον βασιλέα της δόξης Χριστόν και να επιτύχωνεν τα αιώνια αγαθά με την χάριν και τους οικτιρμούς και την φιλανθρωπίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δια του οποίου και μετά του οποίου δόξα και δύναμις και τιμή τώρα και πάντοτε και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.



Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Τό ψέμα τῆς νέας ἐποχῆς

Γεννηθήκαμε σέ μιά ἐποχή ἀναμετρήσεων. Μιά ἐποχή πού μοιάζει βέβαια μέ ἄλλες, ὅμως ἔχει τήν δική της ξεχωριστή σφραγίδα, ἀφοῦ ἡ ἱστορία δέν ἐπαναλαμβάνεται. Ἕνα χαρακτηριστικό τῆς ἐποχῆς αὐτῆς εἶναι ἡ ἐκπληκτική καί ταχύτατη διάχυση τοῦ κακοῦ, ἡ παρουσία του σέ συνεχῶς ἐναλλασσόμενες μορφές. Αὐτός πού μπορεῖ νά δεῖ, θλίβεται βλέποντας νά ἐνεργεῖται σέ ἕνα κόσμο κόσμημα τό μυστήριο τῆς ἀνομίας (Β΄ Θεσ. 2,7).

Εἴμαστε μακριά ἀπό τά χρόνια τῆς σχετικῆς ἀθωότητας, ὅπου ἁπλά ὁ λύκος παραμόνευε νά ξεμοναχιάσει τά πρόβατα. Ὁ λύκος πλέον ἔχει μεταμφιεσθεῖ σέ βοσκό καί παριστάνει ὅτι τά φυλάει. Ἔχει φορέσει τό προσωπεῖο τῆς κυβέρνησης, τοῦ προέδρου, τοῦ παγκόσμιου ὀργανισμοῦ, καί καταχρᾶται τήν συμπυκνωμένη ἐξουσία πού βρίσκεται στά χέρια του.

Οἱ φαινομενικά ἰσχυροί παρουσιάζονται στό προσκήνιο σάν σωτῆρες μέ εὐαισθησίες καί φιλότιμοι ἐργάτες τοῦ συλλογικοῦ συμφέροντος, στήν πραγματικότητα ὅμως δέν εἶναι παρά μία καλλωπισμένη βιτρίνα, πού ὑπηρετεῖ τούς σκοπούς μιᾶς παγκόσμιας ἐλίτ. Ἡ τελευταία ἀποτελεῖται ὄχι ἀπό ἁπλῶς “ἄφρονες πλουσίους”—κεφαλαιοκράτες, πού ἀρέσκονται νά ἐπιδεικνύουν τόν πλοῦτο τους, ἀλλά ἀπό τούς οἰκονομικά πανίσχυρους, οἱ ὁποῖοι φροντίζουν νά μένουν στήν ἀφάνεια.


Αὐτή ἡ μικρή ὁμάδα πού ἐξουσιάζει ἀπό τά παρασκήνια, χρωματίζεται ἀπό μεταφυσικές ἀρχές πού ἀνάγονται στόν ἀποκρυφισμό καί τόν γνωστικισμό. Σέ αὐτά βασίζεται καί ἡ φιλοσοφία τῆς “νέας τάξης” πραγμάτων. Τό πνεῦμα τῆς νέας ἐποχῆς χρησιμοποιεῖ τόν ζωδιακό διαχωρισμό τῆς ἱστορίας. Μιλᾶ γιά τό χρονολογικό τέλος τῆς ἐποχῆς τοῦ ἰχθύος καί τήν ἀρχή τῆς ἐποχῆς τοῦ ὑδροχόου. Ὁ ἰχθύς εἶναι σύμβολο τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί κατ’ αὐτούς ἡ ἔλευση τῆς νέας ἐποχῆς θά σημάνει καί τό τέλος τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Σκοπίμως παρερμηνεύεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὅτι θά εἶναι μαζί μας μέχρι τό τέλος τοῦ αἰῶνος, ἐφόσον μεταφράζουν τόν ἀναφερόμενο αἰῶνα σάν μιά ἱστορική περίοδο πού ἀναγκαστικά θά τελειώσει. Αὐτό φυσικά δέν ἀληθεύει, ἀφοῦ ὁ Χριστός μέ τόν ὄρο αἰῶνας ἐννοεῖ τό διάστημα τῆς ἱστορίας ἕως τήν Δευτέρα Παρουσία. Σύμφωνα μέ τούς ὀπαδούς τῆς νέας τάξης, ὅπως στήν ἐποχή τοῦ Ἰχθύος ἡ κυρίαρχη φιγούρα τοῦ Χριστοῦ ἔπαιξε καταλυτικό ρόλο στήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου, ἔτσι καί στήν ἐποχή τοῦ Ὑδροχόου ἀναμένεται ἕνας ἡγέτης παγκοσμίου ἐμβελείας, ὁ ὁποῖος θά μυήσει τήν ἀνθρωπότητα μέ μαγικό τρόπο σέ πιό προηγμένο ἐπίπεδο συνειδητότητας.

Ὁ Χριστός ὑποβιβάζεται σέ μύστη, ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους, καί τό περιεχόμενο τῶν Γραφῶν θεωρεῖται τροχοπέδη γιά τήν πνευματική ὠρίμανση τοῦ ἀνθρώπου. Κατά τούς ἰσχυρισμούς τῆς νέας τάξης, ἀπό ἐδῶ καί πέρα οἱ ἄνθρωποι πρέπει νά στραφοῦν πρός τόν νέο Μεσσία, ὁ ὁποῖος θά ἐπωμισθεῖ τήν καθοδήγηση τῆς ἀνθρωπότητας σέ μιά ἐποχή εἰρήνης, ἰσότητας καί ἀνώτερης φώτισης.

Οἱ θέσεις τῶν ἀποκρυφιστῶν αὐτῶν ἐρείδονται σέ μία βασική διαστρέβλωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Στόν κῆπο τῆς Ἐδέμ, ὁ ὄφις δέν θεωρεῖται ὡς μία δόλια παρουσία πού μέσω τῆς πλάνης προκάλεσε τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ὡς προμηθεϊκή φιγούρα, δηλαδή εὐεργέτης τοῦ ἀνθρώπου, ἐπειδή σέ αὐτόν τάχα ὀφείλεται ὁ ἐμπλουτισμός τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς μέ τό πνεῦμα.

Τά λόγια τοῦ διαβόλου, ὡς μόνου φορέα τοῦ φωτός (Ἑωσφόρου), θεωροῦνται πέρα ὡς πέρα ἀληθινά, ἀφοῦ ὁ διάβολος κατέστησε ἱκανό τόν ἄνθρωπο νά διακρίνει ἀνάμεσα στό καλό καί τό κακό καί νά ὀρθωθεῖ ὡς ἴσος μπροστά στόν Θεό. Ἀποσπασμένος ἀπό τόν Θεό ἔχει πλέον αὐτογνωσία, συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του ὡς ξεχωριστῆς ὀντότητας μέ ἐλευθερία βούλησης. Οἱ νοητικές του λειτουργίες φέρουν μέσα τους τό θεϊκό στοιχεῖο, ὅπου ἀνακαλύπτοντας το μπορεῖ ὁ ἴδιος νά γίνει Θεός.

Στόν πυρῆνα τῆς ἰδεολογίας τῆς νέας τάξης πραγμάτων βρίσκεται αὐτό ἀκριβῶς τό εὐαγγέλιο τοῦ ὄφεως, πού ἐνῶ ἐμπνέεται ἀπό μίσος πρός τόν Θεό καί τά ἔργα τοῦ Θεοῦ, παρουσιάζεται ὡς ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ἕναν θεό μοχθηρό.

Ἡ παγκοσμιοποίηση ὑποκρίνεται ἀνεκτικότητα στήν διαφορετικότητα. Στό πλαίσιο τῆς ἰδεολογίας ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνει θεός, χάνεται ἡ ταπείνωση καί ἡ ἐπαφή μέ τό θεῖο. Ἐν συνεχεία, ἡ ὑποταγή στά προσωπικά πάθη θεμελιώνεται ὡς κανόνας, μέ τό πρόσχημα ὅτι προάγει τήν ἀτομικότητα. Στήν οὐσία δέν εἶναι παρά μιά ἔμμεση προτροπή γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ νόμου τῆς νέας τάξης.

Ἄν ἐξετάσουμε τά πράγματα ἀντικειμενικά, θά βρεθοῦμε μπροστά σέ μιά ἐντέχνως καλυμμένη ἀπέχθεια, μίσος καί βαθειά διάθεση γιά τήν κατάλυση τῆς Χριστιανικῆς ἀλήθειας. Ἕνα πλῆθος ἡγετῶν ἐπαναλαμβάνουν συνεχῶς τό ὅραμα μιᾶς ὑφηλίου ὑπό τήν ἐξουσία ἑνός παγκόσμιου κέντρου διακυβέρνησης μέ σημαία τήν ἑνότητα, πού θά καλλιεργήσει τήν ἀλληλοκατανόηση καί τόν σεβασμό μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ὑπερβαίνοντας γεωγραφικά ἤ ψυχικά σύνορα.

Ἀλλά αὐτό εἶναι ἁπλά τό δόλωμα γιά ὅσους στεροῦνται κριτικῆς σκέψης. Ἀφοῦ ὑπονομεύσουν τίς ἀξίες πού καθιστοῦν δυνατή τήν οὐσιαστική κοινωνία μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί ἀπομονώσουν κάθε ἄνθρωπο στό κάστρο τοῦ ἀτομικισμοῦ του, ὁδηγώντας τον ἔτσι σέ ἀπόγνωση καί ἀνασφάλεια, οἱ ἴδιοι οἱ ἄνθρωποι, κυριευμένοι ἀπό τό ἔνστικτο τῆς ἐπιβίωσης, θά ζητήσουν νά γίνουν πολτός στόν ἀναδευτῆρα τῆς παγκοσμιοποίησης.

Οἱ ἀρχιτέκτονες αὐτοῦ τοῦ συστήματος διακυβέρνησης ἐργάζονται ἀκατάπαυστα. Ἡ τακτική μέ τήν ὁποία προσπαθοῦν νά ἐπιτύχουν τήν ψυχολογική κατάρρευση τῶν ἀνθρώπων ἔχει σάν κέντρο της τόν φόβο. Ὅταν κάποιος βρίσκεται σέ καθεστώς φόβου, οἱ κινήσεις του εἶναι τυφλές καί προσπαθεῖ νά κρατηθεῖ ἀπό τό πρῶτο πράγμα πού θά τόν κάνει νά αἰσθανθεῖ ἀσφαλής. Αὐτό ἐκμεταλλεύονται οἱ κυβερνῶντες σκηνοθετώντας καταστροφικά γεγονότα.

Αὐτονόητο εἶναι ὅτι δέν τούς ἐνδιαφέρει νά λύσουν τά ἤδη ὑφιστάμενα προβλήματα, ἀφοῦ συμβάλλουν στήν γενικότερη κοινωνική κατάρρευση. Ἄν προκύψουν ἀμφιβολίες ἤ δυσαρέσκεια γιά τήν πολιτική τους, ὁπλίζουν τό ψυχολογικό ὁπλοστάσιο τῶν μέσων μαζικῆς ἐνημέρωσης, γιά νά ἀφαιρέσουν τήν κριτική σκέψη τῶν ἀνθρώπων.

Τό κακό ἔχει ἐξαπολύσει μιά ἄνευ προηγουμένου ἐπίθεση κατά τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί κατά τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν θεωροῦμε τούς ἑαυτούς μας πιστούς καί φιλάνθρωπους, πῶς μποροῦμε νά μένουμε ἀμέτοχοι; Καί ἄν ἀποφασίσουμε νά ἀντιταχθοῦμε στό κακό, πῶς θά μπορέσουμε νά τό ἐπιτύχουμε παρά μέ τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ; Μά ὁ Χριστός δέν ζητᾶ ἀπό ἐμᾶς ἁπλή συναίνεση. Ζητάει ὑπέρβαση. Δέν ζητᾶ μισθωτούς ἐργάτες. Ζητᾶ ἐλεύθερους φίλους. Δέν ζητᾶ λίγο χῶρο στήν ψυχή μας, ἀλλά ὁλόκληρη τήν ψυχή μας. Δέν ζητᾶ νά κάνουμε ἐλιγμούς, γιά νά ἱκανοποιήσουμε καί Θεό καί ἀνθρώπους. Ζητᾶ νά εἴμαστε ἀνυποχώρητοι, ἄν οἱ ἄνθρωποι στέκονται ἐμπόδιο στήν ἀφιέρωσή μας σ’ Ἐκεῖνον. Ὁ Θεός μᾶς ἔδωσε τά πάντα, γι’ αὐτό καί μᾶς ζητᾶ τά πάντα.

Ἡ χριστιανική συνείδηση γνωρίζει ὅτι τά πάντα γίνονται ἐπειδή τά παραχωρεῖ ὁ Θεός. Καί τά παραχωρεῖ ἐπειδή γνωρίζει νά ἐξάγει ἀπό τό κακό ἀγαθό, δίνοντας μας τήν εὐκαιρία νά σφυρηλατηθοῦμε στήν δοκιμή, στήν ὑπομονή, στήν ἐλευθερία, στό μαρτυρικό φρόνημα, στήν καλλιέργεια τῆς ἀγάπης. Τά πάντα ἐνέχουν τήν θεϊκή σοφία καί ἀγάπη, πού παραμένει σέ μᾶς ἀνεξιχνίαστη.

Μποροῦμε νά κάνουμε ὁ καθένας τήν δική του ἐπανάσταση μέ μιά ὁμολογία τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ, ὄχι τόσο ἐξωτερικά, ἀλλά μέσα ἀπό οὐσιαστικό πνευματικό ἀγώνα. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δύναμη πού ἀνατρέπει κάθε ἀντίθεη δύναμη. Ἀπό τήν στιγμή πού καθένας μας μεταμορφώνεται ἐσωτερικά, αὐτόματα συμμεταβάλλεται καί ὁ κόσμος, ἐπειδή κάθε ἄνθρωποςεἶναι μέρος τοῦ κόσμου.

Ἐξάλλου, δέν εἴμαστε ἐμεῖς πού θά κερδίσουμε τήν μάχη μέ τόν διάβολο, ἀλλά Ἐκεῖνος πού τό ἔχει κάνει ἤδη καί ἔχει τήν δύναμη νά ἀποκαταστήσει ὁλόκληρη τήν δημιουργία στήν θεϊκή δόξα. Ἐμεῖς δέν γνωρίζουμε νέα ἐποχή. Γνωρίζουμε τήν “καινή κτίση”, πού εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Ἄς γινόμαστε ἁπλοί καί ταπεινοί, ὥστε νά μᾶς φωτίζει μέ τήν ἄκτιστη Χάρη Του καί νά μᾶς καθιστᾶ “υἱούς φωτός καί ἡμέρας”.



Ἱερά Μονή Κουτλουμουσίου

Ἐξομολόγηση καί Θεία Κοινωνία

Τὰ ἐρωτήματα καὶ ὁ προβληματισμὸς γιὰ τὴ συχνότητα τῆς θείας Κοινωνίας, γιὰ τὴ σχέση ἀνάμεσα στὸ μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καὶ τῆς ἐξομολόγησης, ὅπως καὶ τὰ ἐρωτήματα ποὺ ἀφοροῦν τὴν οὐσία καὶ τὸν τύπο τῆς ἐξομολόγησης, εἶναι σήμερα σημάδια ζωντάνιας καὶ ἐγρήγορσης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος.

Φανερώνουν ὅτι ἀνάμεσα στοὺς Ὀρθοδόξους ὑπάρχει φανερὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὸ οὐσιῶδες καὶ δίψα γιὰ ὅ,τι εἶναι πνευματικὰ γνήσιο. Θὰ ἦταν λοιπὸν ἐσφαλμένο νὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀπαντήσουμε τέτοια ἐρωτήματα ἁπλῶς μὲ “διοικητικὰ” μέτρα, μὲ θεσπίσματα καὶ ἀπαγορευτικὲς ἐγκυκλίους. Γιατί, στὴν πραγματικότητα αὐτὸ μὲ τὸ ὁποῖο εἴμαστε ἀντιμέτωποι εἶναι ἕνα καίριο πνευματικὸ ἐρώτημα ποὺ ἀφορᾶ ὁλόκληρη τή ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας.

Μόνο ἕνας πνευματικὰ τυφλὸς καὶ ἀδιάφορος ἄνθρωπος θὰ ἀρνιόταν ὅτι παρὰ τὴ σχετική της εὐημερία, ἐξωτερικὴ καὶ ὑλική, αὐτὸ ποὺ ἀπειλεῖ τὴν Ἐκκλησία προέρχεται ἐκ τῶν ἔσω καὶ δὲν εἶναι παρὰ ὁ κίνδυνος τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς βαθιᾶς πνευματικῆς ἀποσύνθεσης. Τὰ τραγικὰ συμπτώματα αὐτοῦ τοῦ μαρασμοῦ ἔχουν ἐμφανισθεῖ πολὺ καιρὸ πρίν.


Οἱ ἀτελείωτες διαμάχες πάνω στὰ καταστατικὰ τῶν ἐνοριῶν, τὸ εὐρέως διαδεδομένο ἐνδιαφέρον τῶν ἐνοριτῶν γιὰ τὴν προάσπιση τῶν “συμφερόντων”, τῶν “δικαιωμάτων” καὶ τῶν “περιουσιακῶν” ἔναντι τῆς ἱεραρχίας καὶ τοῦ κλήρου, ἡ ἀπίστευτη εὐκολία μὲ τὴν ὁποία ἀκόμη καὶ παλιὲς καὶ ἱστορικὲς ἐνορίες ἁπλὰ ἐγκαταλείπουν τὴν Ἐκκλησία χάριν αὐτῶν τῶν “δικαίων αἰτημάτων”, ὁ ἐγκεντρισμὸς οὐσιαστικὰ ὅλων τῶν ἐκκλησιαστικῶν συμβουλίων, ἐθνικῶν, ἐπισκοπικῶν καὶ ἐνοριακῶν πάνω στὰ ἐξωτερικά, τὰ ὑλικὰ καὶ τὰ “νόμιμα” -ὅλα αὐτὰ ἀποκαλύπτουν τέτοια βαθιὰ ἐκκοσμίκευση τοῦ νοῦ καὶ τῆς συνείδησης ποὺ προκαλοῦν ἀνησυχία γιὰ τὸ μέλλον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἀντιθέτως δὲν δείχνει νὰ συνειδητοποιεῖ τὸ πραγματικὸ εὖρος καὶ βάθος τῆς κρίσης.

Κι ὅμως, εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ ἐκκοσμίκευση, ποὺ ὁδηγεῖ τόσους ἀνθρώπους καὶ ἰδιαίτερα νέους μακριὰ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀφοῦ κανεὶς δὲν τοὺς μιλᾶ γιὰ τὸ ἀληθινό της νόημα καὶ τί σημαίνει νὰ εἶναι μέλη της. Μέσα στὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία ἡ ἔκκληση γιὰ ἐμβάθυνση στὴν ἐσωτερικὴ καὶ πνευματικὴ ζωὴ ἀκούγεται σπάνια καὶ συχνὰ τὸ “πνευματικὸ” ἐξαντλεῖται σὲ συνεστιάσεις, ἐπετειακὲς πανηγύρεις, οἰκονομικὲς ἐξορμήσεις καὶ ψυχαγωγικὰ προγράμματα.

[...]

Ὑπάρχει μιά τάση νὰ ἐπιλύουμε ὅλα τὰ φλέγοντα καὶ δύσκολα ζητήματα, συμπεριλαμβανομένης τῆς μετοχῆς στὴ θεία Κοινωνία, μὲ ἁπλὲς ἀναφορὲς στὸ παρελθόν: στὶς πρακτικὲς ποὺ χαρακτηρίζονταν ὡς κανονικὲς στὴ Ρωσία, τὴν Ἑλλάδα, τὴν Πολωνία, κ.λπ. Αὐτὴ ἡ τάση, ὡστόσο, δὲν εἶναι μόνο λανθασμένη ἀλλὰ καὶ ἐπικίνδυνη. Γιατί συχνὰ τὸ παρελθόν, ἀνεξαρτήτως χώρας, ἀπεῖχε πολὺ ἀπὸ τὸ νὰ εἶναι ὀρθόδοξο καὶ σωστό. Γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀρκεῖ νὰ διαβάσουμε, γιὰ παράδειγμα, τὶς παρατηρήσεις τοῦ καθολικοῦ σώματος τῆς Ρωσικῆς ἱεραρχίας στὰ ἔτη 1905-1912 [..].

Κυριολεκτικὰ χωρὶς ἑξαιρέσεις, οἱ τότε Ρῶσοι ἐπίσκοποι, ἀπὸ τοὺς πιὸ κατηρτισμένους τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καὶ ἀναμφίβολα ἀπὸ τοὺς πιὸ παραδοσιακούς, χαρακτήρισαν τὴν πνευματική, λειτουργική, ἐκπαιδευτικὴ κ.λπ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας ὡς βαρύτατα ἐλλιπῆ, καὶ ἀπαιτοῦσαν ἐπείγουσες ἀλλαγές. Κατ’ ἀρχὴν ὁ Χομιάκοφ ἀποκήρυξε κάθε τί ποὺ ἔδενε στὸ ἅρμα τοῦ δυτικοῦ Σχολαστικισμοῦ καὶ Νομικισμοῦ τὰ ἀληθινὰ ζωντανὰ καὶ παραγωγικὰ στοιχεῖα τῆς Ρωσικῆς θεολογίας. Ὁ Μητροπολίτης Ἄντονυ (Κραποβίτσκυ) ἔκανε ἔκκληση γιὰ ριζικὴ ἀναμόρφωση τῶν Ρωσικῶν ἱερατικῶν σχολῶν καὶ ἀκαδημιῶν. Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης καταδίκαζε μὲ αὐστηρότητα τὴν χλιαρότητα καὶ τὸν τυπικὸ εὐσεβισμὸ τῆς Ρωσικῆς κοινωνίας ποὺ εἶχε ὑποβαθμίσει τὴ μετοχὴ στὴ θεία Κοινωνία σὲ μία “ἅπαξ τοῦ ἔτους ὑποχρέωση” καὶ τὴν Θεανδρικὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας στὸ ἐπίπεδο τῶν “ἐθίμων”.

Κάτω ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὀπτικὴ γωνία, οἱ ἁπλὲς ἀναφορὲς καὶ ἐκκλήσεις στὸ παρελθὸν δὲν θὰ ἦταν δόκιμες, ἀφοῦ τὸ ἴδιο τὸ παρελθὸν χρήζει ἐπαναξιολόγησης ὑπὸ τὸ φῶς τῆς γνήσιας ὀρθόδοξης παράδοσης. Τὸ μοναδικὸ κριτήριο εἶναι πάντοτε καὶ σὲ κάθε περίπτωση αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ Παράδοση καὶ ὁ προβληματισμὸς ἀφορᾶ τὸν τρόπο ποὺ θὰ τὴν ἐνσωματώσουμε στὴν παροῦσα κατάσταση, ποὺ διαφέρει τόσο ριζικὰ ἀπὸ τὸ παρελθόν.

Αὐτὴ ἡ κατάσταση προσδιορίζεται κυρίως ἀπὸ μία βαθιὰ πνευματικὴ κρίση τῆς κοινωνίας, τοῦ πολιτισμοῦ, τοῦ ἴδιου του ἀνθρώπου. Ἡ ἐκκοσμίκευση εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ἀπὸ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ κρίση ποὺ ἀρχίζει νὰ ἐπηρεάζει καὶ τὴν Ἐκκλησία. Εἶναι ἐπικίνδυνο καὶ ἀφελὲς νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι ἡ ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ σταματήσει μὲ ἀποφάσεις καὶ διοικητικὲς πράξεις. Γιατί, καταρχήν, ἡ ἐκκοσμίκευση πλήττει τὸν θησαυρὸ τῆς Ἐκκλησίας, τὰ ἅγια τῶν ἁγίων –τὰ θεία Μυστήρια.


Ἐκκοσμίκευση καί μυστήρια

Ἂν ξεκινῶ αὐτὴ τὴν ἀναφορὰ στὰ μυστήρια μὲ γενικὲς παρατηρήσεις ποὺ ἀφοροῦν τὴν κατάσταση τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι γιατί εἶμαι πεπεισμένος ὅτι τὸ νέο ἐνδιαφέρον πάνω στὶς μυστηριακὲς πρακτικὲς καὶ τοὺς κανόνες πηγάζει ἀπὸ αὐτὴ τὴ μεγάλη κρίση καὶ συνδέεται ἄμεσα μαζί της. Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ὁ προβληματισμὸς γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ στὰ Μυστήρια εἶναι στὴν πραγματικότητα τὸ κλειδὶ γιὰ τὴν εἴσοδο στὴν καθολικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς στὴ λύση αὐτοῦ τοῦ προβλήματος στηρίζεται ἐν τέλει τὸ μέλλον τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀναγέννηση ἤ ἡ ἀποσύνθεσή της.

Ἐκεῖ ὅπου ἡ Εὐχαριστία καὶ ἡ θεία Κοινωνία ἔχουν γίνει καὶ πάλι “τὸ κέντρο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς”, τὰ προβλήματα τῶν σχέσεων τῆς ἐνορίας μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἱεραρχία, τὰ προβλήματα μὲ τοὺς κανόνες καὶ τὶς οἰκονομικὲς δεσμεύσεις, παύουν νὰ ὑπάρχουν. Κάτι, βέβαια, ποὺ δὲν εἶναι τυχαῖο. Γιατί, ὅπου ἡ ἐνοριακὴ ζωὴ δὲν θεμελιώνεται πάνω ἀπ’ ὅλα στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ –ποὺ σημαίνει πάνω σὲ μιά ζωντανὴ καὶ σταθερὴ κοινωνία μαζί Του καὶ μέσω Αὐτοῦ μὲ τὸ μυστήριο τῆς Παρουσίας Του, τὴ θεία Εὐχαριστία- ἐκεῖ, ἀργὰ ἡ γρήγορα ἀλλὰ ἀναπόφευκτα, κάτι διαφορετικὸ θὰ ἀναδυθεῖ καὶ θὰ ἐπικρατήσει: τὰ “περιουσιακὰ” καὶ ἡ “διεκδίκησή τους”, οἱ πολιτικὲς σκοπιμότητες, τὰ ἐθνικιστικὰ φρονήματα, οἱ ὑλικὲς ἐπιτυχίες, ἡ “καύχηση” τῆς κοινότητας.

Σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις δὲν εἶναι πλέον ὁ Χριστός, ἀλλὰ κάτι ἄλλο ποὺ διαμορφώνει, καὶ ἐντέλει ἀποικοδομεῖ, τὴν ἐνοριακὴ ζωή. Μέχρι πρόσφατα καὶ γιὰ πολὺ καιρό, οἱ ἐνορίες μας παράλληλα μὲ τὴ θρησκευτική τους ἀποστολὴ εἶχαν ἕνα εἶδος φυσικοῦ ὑποστηρίγματος: φυλετικοῦ, ἐθνικοῦ, γλωσσικοῦ. Οἱ ἐνορίες ἦταν τὸ πλαίσιο καὶ ὁ τρόπος ἕνωσης τῶν μεταναστῶν, δηλαδὴ τῶν ἐθνικῶν ἐκείνων μειονοτήτων ποὺ ἀναζητοῦσαν συγκροτημένη ταυτότητα καὶ ἐπιβίωση στὴν Ἀμερικανικὴ κοινωνία, ποὺ ἀρχικὰ ἦταν ξένη καὶ ἀργότερα ἐχθρικὴ ἀπέναντί τους. Τώρα, ὡστόσο, αὐτὴ ἡ “μεταναστευτικὴ” περίοδος τῆς ἱστορίας τῆς ἐκκλησίας μας ὁδηγεῖται ραγδαία πρὸς τὸ τέλος της. Αὐτὴ ἡ “φυσικὴ” βάση γρήγορα καταρρέει καὶ ἐξαφανίζεται.

Τὸ ἑπόμενο ἐρώτημα εἶναι τὸ ἑξῆς: Τί θὰ τὴν ἀντικαταστήσει; Μήπως εἶναι ὀδυνηρὰ ξεκάθαρο ὅτι ἐὰν δὲν ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἀλήθεια καὶ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας –τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητα- τότε ἀναγκαστικὰ θὰ ἐκφυλιστεῖ σὲ μιά ἀθεολόγητη, ἤ καὶ ἀντίχριστη θεώρηση τῆς ἐνορίας ὡς ἁπλοῦ ἀποδέκτη καὶ διαχειριστῆ περιουσιακῶν στοιχείων; ...] Γιατί, εἶναι πλέον γνωστὸ καὶ ἀποδεδειγμένο ὅτι αὐτὸ ποὺ δὲν καταφέρνει νὰ ἑνώσει τοὺς ἀνθρώπους γύρω του, τοὺς συσπειρώνει ἐναντίον του. Κι ἐδῶ βρίσκεται ἡ τραγικὴ διάσταση τῆς παρούσας κατάστασης.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ τὸ ἐρώτημα περὶ μυστηρίων ἔχει τέτοια ἰδιαίτερη σημασία. Μόνο στὰ μυστήρια μποροῦμε νὰ βροῦμε αὐτὸ πού μᾶς τροφοδοτεῖ μ’ ἕναν θετικὸ τρόπο: τὴν ἀρχὴ τῆς ἑνότητας, ποὺ τόσο φανερὰ λείπει ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ σήμερα. Μόνο στὰ μυστήρια εἶναι ριζωμένη αὐτὴ ἡ δυνατότητα γιὰ ἀλλαγὴ τῆς νοοτροπίας μας. Ἐὰν ἔχει προκύψει ἕνας ἔντονος προβληματισμὸς σήμερα, εἶναι γιατί ὅλο καὶ περισσότεροι ἄνθρωποι, συνειδητὰ ἡ ἀσυνείδητα, ἀναζητοῦν μιά ἐπαναθεώρηση, μιά νέα “βάση” ποὺ θὰ ἔδινε τὴ δυνατότητα στὴν ἐνορία νὰ ἀνακαλύψει τὸ ἐκκλησιαστικό της νόημα καὶ νὰ θέσει τέρμα στὴ ραγδαία καὶ λυπηρὴ “ἐκκοσμίκευση”.


Μαρασμὸς καὶ ἀνακαίνιση τῆς Εὐχαριστιακῆς πρακτικῆς

Πολὺ περιεκτικὰ θὰ συνοψίζαμε τὴν δογματικὴ καὶ ἱστορικὴ πλευρὰ τῆς συμμετοχῆς τῶν πιστῶν στὴ θεία Εὐχαριστία, ὡς ἑξῆς:
Εἶναι γνωστὸ καὶ ἀδιαμφισβήτητο ὅτι στὴν πρώτη Ἐκκλησία ἡ κοινωνία ὅλων τῶν πιστῶν, σὲ κάθε Λειτουργικὴ σύναξη, εἶναι αὐταπόδεικτος κανόνας. Αὐτὸ ποὺ πρέπει ἐδῶ νὰ ὑπογραμμιστεῖ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ συγκροτημένη συμμετοχὴ γίνεται ἀντιληπτὴ ὄχι μόνο ὡς πράξη προσωπικῆς εὐσέβειας καὶ ἁγιασμοῦ, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, ὡς πράξη ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἰδιότητα τοῦ μέλους τῆς Ἐκκλησίας: πλήρωση καὶ πραγμάτωση τῆς συμμετοχῆς.

Ἡ Εὐχαριστία προσδιορίζεται καὶ βιώνεται ὡς “τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας”, “τὸ μυστήριο τῆς σύναξης”, “τὸ μυστήριο τῆς ἐνότητας”. “Ενώθηκε μαζί μας καὶ σκήνωσε τὸ Σῶμα Του μέσα μας, ὥστε νὰ συγκροτήσουμε μιά ὁλότητα, νὰ γίνουμε ἕνα σῶμα ἑνωμένο μὲ τὴν Κεφαλή”, γράφει ὁ Ἄγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἡ πρώτη Ἐκκλησία ἁπλὰ δὲν γνωρίζει σημεῖο ἤ κριτήριο γιὰ τὰ μέλη της ἄλλο, ἀπὸ τὴ μετοχὴ στὸ μυστήριο. Ὁ ἀφορισμὸς ἀπὸ τὴν ἐκκλησία ὁροθετεῖται μὲ τὸν ἀφορισμὸ ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη μέσα στὴν ὁποία ἡ Ἐκκλησία ἐκπληρώνει καὶ ἀποκαλύπτει ἑαυτὴν ὡς Σῶμα Χριστοῦ. Ἡ Κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἄμεση συνέπεια τοῦ βαπτίσματος: τοῦ μυστηρίου τῆς εἰσόδου μας στὴν Ἐκκλησία, ὅπου δὲν τίθενται πλέον ἄλλοι “ὅροι” γιὰ τὴ μετοχή μας. Τὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι τὸ πρόσωπο πού, μέσα ἀπὸ τὰ μυστήρια, βρίσκεται σὲ κοινωνία μὲ αὐτήν. Αὐτὴ ἡ κατανόηση τῆς Κοινωνίας, ὡς τὸ πλήρωμα τῆς μετοχῆς στὴν Ἐκκλησία, μπορεῖ νὰ χαρακτηριστεῖ ἐκκλησιολογική. Καὶ παρόλο ποὺ ἀργότερα συσκοτίστηκε ἤ ἔγινε πολύπλοκη, δὲν ἐγκαταλείφθηκε ποτὲ. Παραμένει πάντοτε τὸ οὐσιαστικὸ μέρος τῆς Παράδοσης.

Ἔτσι, λοιπόν, κανεὶς δὲν πρέπει ν’ ἀναρωτιέται γιὰ τὴν ἴδια τὴν πρακτική, ἀλλὰ τί ἦταν αὐτὸ ποὺ συνέβη καὶ τὴν ἀλλοίωσε. Πῶς ἔγινε κι ἀπομακρυνθήκαμε τόσο ἀπ’ αὐτήν, ὥστε ἀκόμα κι ἡ ἁπλὴ ἀναφορά της νὰ φαίνεται σὲ μερικοὺς –ἰδιαίτερα κληρικούς- σὰν ἀνήκουστη καινοτομία, σὰν τριγμὸς στὰ θεμέλια. Γιατί, ἐδῶ καὶ αἰῶνες, ἐννιὰ στὶς δέκα Λειτουργίες τελοῦνται χωρὶς τὴν προσέλευση κοινωνούντων; -γεγονὸς πού δὲν προκαλεῖ καμία ἔκπληξη, κανέναν φόβο ἐνῶ ἀντιθέτως, ἡ ἐπιθυμία γιὰ συχνὴ θεία Κοινωνία ξεσηκώνει ἀληθινὸ τρόμο; Πῶς εἶναι δυνατὸν ἡ διδασκαλία περὶ ἅπαξ τοῦ ἔτους κοινωνίας νὰ καλλιεργεῖται μέσα στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὡς μία ἀποδεκτὴ συνήθεια, ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν ὁποία σηματοδοτεῖ μόνο τὴν ἐξαίρεση; Πῶς, μὲ ἄλλα λόγια, ἡ κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας ἔφθασε νὰ γίνει τόσο ἐξατομικευμένη, τόσο ξένη πρὸς τὴν Ἐκκλησία, τόσο ἀλλότρια πρὸς τὴν ἴδια τὴν προσευχὴ τῆς θείας Μετάληψης;

Τὸ πνευματικὸ αἴτιο γιὰ ὅλα αὐτά, ἂν καὶ πολύπλοκο ἱστορικά, εἶναι ἁπλό: Εἶναι ὁ φόβος τῆς βεβήλωσης τῆς ἱερότητας τοῦ μυστηρίου, ἡ ἀνησυχία γιὰ τὴν ἀνάξια μετοχή, τὴν καταπάτηση τῆς μυσταγωγίας τῶν ἱερῶν καὶ ὁσίων. Εἶναι ἕνας φόβος, βέβαια, πνευματικὰ ὀρθός, ἀφοῦ “πῦρ ὑπάρχων καὶ φλέγων ἀναξίους”.

Ἡ περιδεὴς αὐτὴ ἀντιμετώπιση ἐμφανίστηκε ἀρκετὰ νωρίς, ἀμέσως μετὰ τὴ νίκη τῆς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν αὐτοκρατορία τῶν Ἐθνικῶν, μιά νίκη ποὺ μεταμόρφωσε τὴν χριστιανοσύνη σὲ σύντομο σχετικὰ διάστημα σὲ μία θρησκεία τῶν μαζῶν, καὶ ὁδήγησε στὴν ἵδρυση Κρατικῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἐκλαΐκευση τῆς λατρείας. Ἐὰν κατὰ τὴ διάρκεια τῶν διωγμῶν ἡ συμμετοχὴ στὴν Ἐκκλησία ἐπέβαλε στοὺς πιστοὺς νὰ ἀκολουθήσουν τὴ “στενὴ ὁδὸ” καὶ νὰ θέσουν ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς καὶ τὸν “κόσμο” μιά αὐτονόητη διαχωριστικὴ γραμμή, τώρα πλέον μὲ τὴ μετοχὴ ὁλόκληρου τοῦ “κόσμου” στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ γραμμὴ αὐτὴ ἔτεινε πρὸς κατάργηση καὶ ἔτσι ἐμφανίστηκε ὁ πολὺ πραγματικὸς κίνδυνος μιᾶς κατ’ ὄνομα, ἐπιφανειακῆς, καὶ χλιαρῆς κατανόησης τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Ἐάν, πρωτύτερα, ἡ ἴδια ἡ ἔνταξη στὴν Ἐκκλησία εἶχε κάποια δυσκολία, τώρα, μὲ τὴν δεσμευτικὴ συμπερίληψη οὐσιαστικὰ τοῦ καθενὸς μέσα στοὺς κόλπους της, κατέστη ἀναγκαῖο νὰ θεσμοθετηθοῦν κάποιοι ἔλεγχοι καὶ περιορισμοί. Ἦταν λοιπὸν στὰ μυστήρια ποὺ κυρίως ἀφοροῦσαν οἱ ὅποιες ρυθμίσεις.

Ὡστόσο ἐδῶ, πρέπει νὰ τονίσει κανείς, ὅτι οὔτε οἱ Πατέρες οὔτε τὰ λειτουργικὰ κείμενα ἐνθαρρύνουν τὴ μὴ συμμετοχὴ στὰ Μυστήρια. Μάλιστα οὔτε κἄν ἀφήνουν νὰ ἐννοηθεῖ κάτι παρόμοιο. Δίνοντας ἔμφαση στὴν ἱερότητα τῆς Κοινωνίας καὶ τὴν “φοβερὰ” της φύση καὶ καλώντας σὲ ἀνάλογη πνευματικὴ ἑτοιμότητα, οἱ Πατέρες οὔτε ὑποστήριξαν, οὔτε ἐνέκριναν τὴν εὐρέως διαδεδομένη σύγχρονη ἀντίληψη ὅτι ἐφόσον τὸ Μυστήριο εἶναι ἱερὸ καὶ μεγαλοπρεπές, οἱ πιστοὶ δὲν πρέπει νὰ προσέρχονται συχνὰ σ’ αὐτό. Στοὺς Πατέρες, ἡ θεώρηση τῆς Εὐχαριστίας ὡς τοῦ μέγιστου Μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας, ὡς τοῦ πληρώματος τῆς ἑνότητας καὶ τῆς ἄνθισής της, συνεχίζουν νὰ εἶναι αὐταπόδεικτα.

“Δεν θὰ πρέπει”, γράφει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Κασσιανός, “ν’ ἀποφεύγουμε τὴν Μετάληψη ἐπειδὴ θεωροῦμε τοὺς ἑαυτούς μας ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ νὰ προσερχόμαστε ἀκόμα πιὸ συχνὰ γιὰ τὴ θεραπεία τῆς ψυχῆς καὶ τὸν ἐξαγιασμὸ τοῦ νοῦ, ἔχοντας ὅμως ταπείνωση καὶ πίστη, ὥστε ἀναλογιζόμενοι τὴν ἀναξιότητά μας... νὰ ἐπιθυμοῦμε διακαῶς τὴν ἴαση τῶν πληγῶν μας.

Εἶναι ἀνάρμοστο νὰ μεταλαμβάνουμε μία φορά τὸν χρόνο, ὅπως ὁρισμένοι συνηθίζουν, θεωρώντας τὴν ἱερότητα τῶν θείων Μυστηρίων προσιτὴ μόνο στοὺς ἁγίους. Εἶναι προτιμότερο νὰ σκεφτόμαστε ὅτι ἡ Χάρη ποὺ λαμβάνουμε μέσα ἀπὸ τὸ μυστήριό μας ἐξαγιάζει. Κάθε ἄλλη συμπεριφορὰ φανερώνει περισσότερο οἴηση παρὰ ταπείνωση, καθὼς οἱ ἄνθρωποι τὶς σπάνιες φορὲς ποὺ προσέρχονται πιστεύουν ὅτι εἶναι ἄξιοί τῆς Κοινωνίας. Πολὺ καλύτερο θὰ ἦταν ἐάν, μὲ ταπείνωση καρδιᾶς, γνωρίζοντας ὅτι ποτὲ δὲν εἴμαστε ἄξιοι τῶν θείων Μυστηρίων μετέχουμε κάθε Κυριακὴ πρὸς ἴαση τῶν ἀσθενειῶν μας, παρὰ τυφλωμένοι ἀπὸ περηφάνια νὰ νομίζουμε ὅτι μετὰ τὴν πάροδο ἑνὸς χρόνου ἀποχῆς γινόμαστε ἄξιοι τῆς θείας Μετάληψης”.

Ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἐξίσου διαδεδομένη θεωρία ποὺ διακρίνει τὴν Μετάληψη ἀνάμεσα σὲ κληρικοὺς καὶ λαό, κηρύσσοντας ὅτι οἱ πρῶτοι πρέπει νὰ κοινωνοῦν σὲ κάθε Λειτουργία ἐνῶ οἱ λαϊκοὶ νὰ ἀποθαρρύνονται ἀπὸ παρόμοια πρακτική, χρήσιμο θὰ ἦταν νὰ ἀκούσουμε τὸν Ἅγ. Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ποὺ ὅσο κανεὶς ἄλλος ἐπέμενε στὴν μετοχὴ στὴ θεία Κοινωνία: “Ὑπάρχουν περιπτώσεις”, γράφει, “ὅπου ὁ ἱερέας δὲν διαφέρει ἀπὸ τὸν λαϊκό, ἰδιαίτερα ὅσον ἀφορᾶ στὴν προσέλευση στὰ θεία Μυστήρια. Ἐκεῖ, τὰ δεχόμαστε ὅλοι ἰσότιμα σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν πρακτική τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅπου ἄλλη τροφὴ προορίζονταν γιὰ τοὺς ἱερεῖς καὶ διαφορετικὴ γιὰ τὸν λαό, ἐνῶ στὰ τῶν ἱερέων δὲν ἐπιτρεπόταν ἡ πρόσβαση ἀπὸ τοὺς λαϊκούς. Τώρα δὲν συμβαίνει πλέον ἔτσι, ἀλλὰ σὲ ὅλους προσφέρεται τὸ ἴδιο Σῶμα καὶ τὸ ἴδιο Αἷμα...”

Ἐπιτρέψτε μου νὰ ἐπαναλάβω ὅτι εἶναι ἁπλὰ ἀδύνατον νὰ βρεῖ κανεὶς στὴν Παράδοση κάποια βάση ποὺ νὰ δικαιώνει τὴν παροῦσα πρακτική τῆς σπανιότατης, ἂν ὄχι ἐτήσιας, Μετάληψης τῶν λαϊκῶν. Ὅλοι ὅσοι μὲ σοβαρότητα καὶ εὐθύνη ἔχουν προσεγγίσει τὴν Παράδοση, ...] διακρίνουν σ’ αὐτὴ τὴν πρακτικὴ μιά ἀποσύνθεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, μιά ἀπόκλιση ἀπὸ τὰ παραδεδομένα καὶ τὶς γνήσιες ὑποδομὲς τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ ἡ πιὸ τρομακτικὴ πλευρὰ αὐτῆς τῆς κατάπτωσης εἶναι ὅτι βρίσκει τὴ δικαίωση καὶ αἰτιολόγησή της μέσα ἀπὸ τοὺς ὅρους τοῦ “σεβασμοῦ” καὶ τοῦ “δέους” ἀπέναντι στὴν ἱερότητα τοῦ μυστηρίου. Ἀλλά, σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, οἱ μὴ κοινωνοῦντες θὰ ἔπρεπε νὰ βιώνουν τουλάχιστον κάποια θλίψη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Λειτουργίας, μιά αἴσθηση ἐλλιποῦς μετοχῆς καὶ συντριβῆς, κάτι ποὺ στὴν πραγματικότητα δὲν συμβαίνει. Ἡ μιά γενιὰ Ὀρθοδόξων μετὰ τὴν ἄλλη “παρακολουθοῦν” τὴ Λειτουργία ἀπόλυτα πεπεισμένοι ὅτι ἡ παρουσία τους ἐκεῖ εἶναι ἀρκετὴ καὶ ὅτι ἁπλούστατα ἡ Κοινωνία δὲν προορίζεται γι’ αὐτούς. Καὶ μιά φορά τὸ χρόνο ἐκπληρώνουν τὸ “καθῆκον” τους προσερχόμενοι στὸ Μυστήριο ὕστερα ἀπὸ μιά σύντομη ἐξομολόγηση. Τὸ νὰ προσπαθεῖ κανεὶς νὰ ἀνακαλύψει ἕναν θρίαμβο τῆς ἱερότητας, μιά πρακτικὴ προστατευτική τῆς ἁγιότητας, ἤ πολὺ περισσότερο νὰ δημιουργεῖ νέους κανόνες ποὺ νὰ δικαιώνουν τὴν παραφθορά, εἶναι ἀληθινὰ ἀπίστευτο.

Σὲ κάποιες ἐνορίες, ἐκεῖνοι ποὺ ἐξέφρασαν τὴν ἐπιθυμία νὰ προσέρχονται συχνότερα ὑποβλήθηκαν σὲ πραγματικὸ κατατρεγμό, τοὺς ζητήθηκε νὰ μὴν ἐπιμένουν “γιὰ χάρη τῆς εἰρήνης”, κατηγορήθηκαν ἀκόμη καὶ γιὰ παρέκκλιση ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία! Θὰ μποροῦσα νὰ παραθέσω ἀποσπάσματα ἀπὸ φυλλάδια ἐνοριῶν ποὺ διδάσκουν ὅτι ἐφόσον ἡ Μετάληψη εἶναι γιὰ μετανοοῦντες, κανεὶς πρέπει νὰ ἀπέχει ἀπὸ τὸ μυστήριο κατὰ τὸν ἑορτασμὸ τῆς Ἀνάστασης προκειμένου νὰ μὴν ἀμαυρώσει τὴ χαρὰ τῆς ἡμέρας! Καὶ τὸ πιὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ κατάσταση δὲν προκαλεῖ κἄν τρόμο καὶ δέος γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία γίνεται ἐμπόδιο στὴν πορεία τοῦ πιστοῦ πρὸς τὸν Χριστό! Ἀλήθεια, “ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως... ἐστώς ἐν τόπῳ ἁγίω...” (Μάτθ. 24:15)

Τελικά, δὲν θὰ ἦταν δύσκολο νὰ δείξει κανεὶς ὅτι ὅποτε καὶ ὅπου ἔχει παρατηρηθεῖ μιά γνήσια ἀναζωογόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, αὐτὴ γεννήθηκε μέσα ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θὰ χαρακτηρίζαμε ὡς “εὐχαριστιακὴ πεῖνα”. Τὸν εἰκοστὸ αἰώνα ἡ Ὀρθοδοξία πέρασε ἀπὸ μεγάλη κρίση. Καὶ μόλις ἡ κρίση αὐτὴ ἔγινε ἀντιληπτὴ καὶ κατανοήθηκε, ὑπῆρξε μία στροφὴ πρὸς τὴ θεία Κοινωνία ὡς “τὸ κέντρο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς”. Ἔτσι συνέβη στὴν κομμουνιστικὴ Ρωσία, ὅπως μαρτυροῦν ἑκατοντάδες πιστῶν. Τὸ ἴδιο συνέβη σὲ ἄλλα κέντρα τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ στὴ διασπορά. [..] Ὅ,τι εἶναι ἀληθινό, ζωντανό, ἐκκλησιαστικό, γεννήθηκε μέσα ἀπὸ τὴν ταπεινὴ καὶ χαροποιὸ ἀνταπόκριση στὸν λόγο τοῦ Κυρίου: “ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγώ ἐν αὐτῶ” (Ἰω. 6:56).

Τώρα, λοιπόν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς ὁ εὐχαριστιακὸς ἐγκεντρισμός, αὐτὴ ἡ δίψα γιὰ συχνότερη, κανονικὴ προσέλευση στὴ θεία Κοινωνία καὶ κατ’ ἐπέκταση ἐπιστροφὴ σὲ μιά πιὸ γνήσια ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ἔκανε τὴν ἐμφάνισή της ἐδῶ στὴν Ἀμερική. Εἶμαι βέβαιος ὅτι τίποτα δὲν θὰ προσφέρει μεγαλύτερη χαρὰ στοὺς ἱερεῖς καὶ ἰδιαίτερα τοὺς ἐπισκόπους ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀναγέννηση πού μᾶς δίνει τὴ δυνατότητα ν’ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὶς πνευματικὰ νεκρὲς ἔριδες περὶ “περιουσιακῶν” καὶ “δικαιωμάτων”, ἀπὸ τὴν ἰδέα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἑνὸς ἐθνικό-κοινωνικοῦ ὁμίλου τῆς διασκέδασης καὶ τοῦ πίκ-νίκ, ἀπὸ τὶς ὀργανωμένες “νεολαῖες” ὅπου τὸ ἐκκλησιαστικὸ ἐνδιαφέρον καὶ βίωμα ἔχουν μειωθεῖ στὸ ἐλάχιστο.

Γιατί, ὅπως ἤδη ἔχω πεῖ, δὲν ὑπάρχει ἄλλου εἴδους ὑποδομὴ ποὺ νὰ ἐπιτρέπει αὐτὴ τὴν ἀνακαίνιση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁλότητας, καὶ οὔτε θὰ ὑπάρξει ποτέ. Ἡ ὅποια ἐθνικό-φυλετικὴ βάση σταδιακὰ ξεθωριάζει. Κάθε τί ποὺ κινεῖται στὰ ὅρια μόνο τοῦ ἐθίμου, μόνο τοῦ τύπου, ποὺ λειτουργεῖ συμπληρωματικὰ στὴ ζωὴ ἀλλὰ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο ζωή, ἐξαφανίζεται. Ὁ λαὸς ἀναζητᾶ τὸ γνήσιο, τὸ ἀληθινὸ καὶ τὸ ζωντανό. Ἔτσι, ἂν θέλουμε νὰ ζοῦμε προοδεύοντας εἶναι φανερὸ ὅτι πρέπει νὰ τὸ κάνουμε μόνο πάνω στὴ βάση τῆς ἀληθινῆς φύσης τῆς Ἐκκλησίας... κι αὐτὴ ἡ φύση εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ ἑνότητα στὴν ὁποία ἐνσωματωνόμαστε μέσα ἀπὸ τὴ συμμετοχή μας “στὸν ἕνα Ἄρτο καὶ Οἶνο, στὴν κοινωνία τοῦ ἰδίου Πνεύματος...”

[...] Ὅλα αὐτὰ ὡστόσο ἐγείρουν –μὲ νέα ὀξύτητα καὶ ἔνταση- τὸ ἐρώτημα γιὰ τὴν πνευματικὴ ἑτοιμότητα πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας καί, καταρχήν, γιὰ τὴ θέση τῆς ἐξομολόγησης σὲ σχέση μὲ τὸ μυστήριο.


Ἐξομολόγηση καὶ θεία Κοινωνία

Ὅταν ἡ μετάληψη ὁλόκληρης τῆς σύναξης σὲ κάθε Λειτουργία, ποὺ ἐξέφραζε τὴ μετοχὴ στὴν ἀκολουθία, ἔπαψε νὰ εἶναι ὁ κανόνας καὶ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν πρακτική τῆς σπάνιας προσέλευσης, ἔγινε πλέον φυσικὸ ὅτι θὰ προηγοῦνταν αὐτῆς τῆς προσέλευσης τὸ μυστήριο τῆς Μετανοίας –δηλαδὴ τῆς ἐξομολόγησης καὶ καταλλαγῆς τῶν πιστῶν μὲ τὴν Ἐκκλησία, μὲ τὴ μεσιτεία τῆς συγχωρητικῆς εὐχῆς.

Ἡ πρακτικὴ αὐτὴ –ἐπαναλαμβάνω, φυσικὴ καὶ προφανὴς στὴν περίπτωση τῆς σπάνιας προσέλευσης στὴ θεία Κοινωνία- ἐπέτρεψε τὴν ἐμφάνιση μιᾶς νέας θεωρίας στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ Μετάληψη γιὰ τὸ σῶμα τῶν λαϊκῶν γίνεται ἀδύνατη χωρὶς τὸ μυστήριό τῆς ἐξομολόγησης, σὲ ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει γιὰ τὸν κλῆρο. Ἔτσι, ἡ ἐξομολόγηση προηγεῖται ὑποχρεωτικὰ –πάντοτε καὶ σὲ κάθε περίπτωση- τῆς μετάληψης. Τολμῶ νὰ δηλώσω ὑπεύθυνα ὅτι ἡ θεωρία αὐτὴ (ποὺ βρῆκε εὐρεία ἐφαρμογὴ στὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία) δὲν θεμελιώνεται μὲ κανένα τρόπο στὴν Παράδοση, ἀλλὰ κατάφορα ἔρχεται σὲ σύγκρουση μὲ τὸ ὀρθόδοξο δόγμα τῆς Ἐκκλησίας γιὰ τὴν Κοινωνία καὶ τὴν Ἐξομολόγηση.

Γιὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς κανεὶς δὲν ἔχει παρὰ νὰ θυμηθεῖ τὴν οὐσία τοῦ μυστηρίου τῆς Μετανοίας. Ἐξ ἀρχῆς ἡ ἐξομολόγηση στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ διδασκαλία ἦταν τὸ μυστήριό τῆς συμφιλίωσης μὲ τὴν Ἐκκλησία γιὰ ὅσους εἶχαν ἀφοριστεῖ ἀπ’ αὐτήν, δηλαδὴ ἐκείνους ποὺ εἶχαν ἀποκλειστεῖ ἀπὸ τὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη. Γνωρίζουμε ὅτι, ἀρχικά, ἡ ἰδιαίτερα αὐστηρὴ ἐκκλησιαστικὴ πειθαρχία ἐπέτρεπε μιά τέτοια συμφιλίωση ἅπαξ στὴ διάρκεια τοῦ βίου τοῦ μετανοοῦντα, ἀλλὰ ἀργότερα, εἰδικὰ μετὰ τὴν εἴσοδο στὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρου τοῦ πληθυσμοῦ, ὁ συγκεκριμένος κανόνας ἔγινε πιὸ χαλαρός. Στὴν οὐσία του, τὸ Μυστήριο τῆς Μετανοίας ὡς μυστήριο συμφιλίωσης μὲ τὴν Ἐκκλησία ἀφοροῦσε ἐκείνους μόνο ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἀφορίσει γιὰ ἁμαρτίες καὶ πράξεις ἐπακριβῶς ὁριζόμενες στὴν Κανονικὴ παράδοσή της.

Κάτι, ἄλλωστε, ποὺ γίνεται φανερὸ κι ἀπὸ τὴν συγχωρητικὴ εὐχή: “Ἀδελφέ, δι’ ὅ ἦλθες πρὸς τὸν Θεό, καὶ πρὸς ἐμέ, μὴ αἰσχυνθῆς. οὐ γὰρ ἐμοὶ ἀναγγέλεις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ, ἐν ὥ ἵστασαι”. (Παρεμπιπτόντως, ὀφείλουμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὴν ὀρθὴ εὐχὴ τῆς συγχωρήσεως κι ὄχι τὴν ἄλλη, ξένη στὶς ἀνατολικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἐκδοχή της, –“Ἐγώ, ὁ ἀνάξιος ἱερέας, μὲ τὴν ἐξουσία πού μοῦ ἔχει δοθεῖ, σὲ ἀπαλλάσσω...”- ποὺ εἶναι λατινογενοῦς προέλευσης καὶ παρεισέφρησε στὰ λειτουργικά μας βιβλία κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἐπικράτησης στοιχείων τῆς Δυτικῆς θεολογίας ἀνάμεσα στοὺς Ὀρθοδόξους).

Ὅλα αὐτὰ δὲν σημαίνουν, βέβαια, ὅτι οἱ “πιστοί”, δηλαδὴ οἱ “μὴ ἀφορισμένοι”, θεωροῦνταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀναμάρτητοι. Καταρχήν, σύμφωνα μὲ τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία κανένα ἀνθρώπινο ὂν δὲν εἶναι ἀναμάρτητο, μὲ ἐξαίρεση τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τὴ Μητέρα τοῦ Κυρίου. Κατὰ δεύτερον, ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν συγχώρεση καὶ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ἴδιας τῆς Λειτουργίας (βλ. τὸν Τρισάγιο Ὕμνο καὶ τὶς δυὸ “Εὐχὲς τῶν πιστῶν”). Τέλος, ἡ Ἐκκλησία πάντοτε φρονοῦσε ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία προσφέρεται “εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν”.

Ἔτσι τὸ θέμα ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ ἀναμαρτησία, ποὺ καμιά συγχωρητικὴ εὐχὴ δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ τὴν ἐπιτύχει. Ἀλλὰ ἡ διάκριση ποὺ πάντοτε γινόταν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία ποὺ ἐξορίζει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς χάριτος τῆς Ἐκκλησίας, καὶ στὴν ἁμαρτωλότητα ποὺ ἀναπόφευκτα συνοδεύει τὴ ζωὴ κάθε ἀνθρώπινου ὄντος “ποὺ ζεῖ ἐν τῷ κόσμῳ καὶ ἐνδύεται σάρκα”. Θὰ λέγαμε ὅτι μέσα στὴν ἀκολουθία τῆς Λειτουργίας ἡ φθαρεῖσα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία φύση μας “ἀναπλάθεται” ὅπως ὁμολογοῦμε στὶς εὐχὲς τῶν πιστῶν πρὶν ἀπὸ τὴν προσφορὰ τῶν θείων Δώρων. Ἐνώπιον τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, τὴ στιγμὴ τῆς πρόσληψης τῶν Μυστηρίων, παρακαλοῦμε γιὰ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν “ἑκουσίων τε καὶ ἀκουσίων, ἐν λόγοις ἤ ἔργοις, ἐν γνώσῃ καὶ ἁγνοίᾳ” καὶ ἐμπιστευόμαστε ὅτι, στὸ μέτρο τῆς μετανοίας μας, θὰ λάβουμε αὐτὴ τὴν συγχώρεση.

Ὅλα αὐτὰ βεβαίως σημαίνουν –καὶ κανεὶς δὲν τὸ ἀρνεῖται- ὅτι ὁ μόνος πραγματικὸς ὅρος γιὰ τὴν προσέλευση στὰ θεία Μυστήρια εἶναι ἡ μετοχή μας στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μετοχὴ ποὺ ἀντιστρόφως βρίσκει τὴν πληρότητά της μὲ τὴν πρόσληψη τῶν μυστηρίων. Ἡ Μετάληψη δίνεται πρὸς “ἄφεση ἁμαρτιῶν καὶ ἴαση ψυχῶν τε καὶ σωμάτων”, πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει μὲ σαφήνεια, τί ἄλλο, παρὰ τὴ μετάνοια, τὴ συναίσθηση τῆς πλήρους ἀναξιότητάς μας καὶ τὴ συνείδηση τῆς Κοινωνίας ὡς θείου δώρου ποὺ κανένα ἐπίγειο ὂν δὲν εἶναι “ἄξιο” νὰ λάβει.

Ὅλο τὸ νόημα τῆς προετοιμασίας γιὰ τὴν Κοινωνία, ὅπως ὁρίστηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (στὴν Ἀκολουθία τῆς θείας Μεταλήψεως) δὲν εἶναι νὰ δημιουργήσει στὸν ἄνθρωπο τὸ αἴσθημα τῆς “ἀξιότητας”. Ἀντίθετα, σκοπεύει στὸ νὰ δείξει σ’ αὐτὸν τὴν ἄβυσσο τοῦ ἐλέους καὶ τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: “Τέκνον μου πνευματικόν, ὁ τῆ ἐμῆ ταπεινότητι ἐξομολογούμενος, ἐγὼ ὁ ταπεινὸς καὶ ἁμαρτωλὸς οὐκ ἴσχυω ἀφιέναι ἁμάρτημα ἐπὶ τῆς γῆς, εἰμή ὁ Θεός... ὁ συγχωρήσας Δαυΐδ, διὰ Νάθαν τοῦ Προφήτου, τὰ ἴδια ἐξομολογήσαντι ἁμαρτήματα, καὶ Πέτρῳ τὴν ἄρνησιν, κλαύσαντι πικρῶς, καὶ Πόρνῃ δακρυσάςῃ ἐπὶ τοὺς αὐτοῦ πόδας, καὶ Τελώνῃ καὶ Ἀσώτῳ, αὐτὸς ὁ Θεός, συγχωρῆσαι σοι δι’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ πάντα, καὶ ἐν τῷ νῦν αἰῶνι, καὶ ἐν τῷ μέλλοντι. Καὶ ἀκατάκριτόν σε παραστῆσαι ἐν τῷ φοβερῷ Βήματι”. Ἐνώπιον τῆς Τράπεζας τοῦ Κυρίου, ἡ μόνη “ἀξιωσύνη” τῶν κοινωνούντων εἶναι αὐτὴ ἡ βαθιὰ συναίσθηση τῆς “ἀναξιότητάς τους”. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας.

Εἶναι ἑπομένως ὑψίστης σημασίας γιὰ μᾶς νὰ κατανοήσουμε ὅτι ἡ μετατροπὴ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης σὲ μιά ἀναγκαστικὴ προϋπόθεση γιὰ τὴν Κοινωνία, ὄχι μόνο συγκρούεται μὲ τὴν Παράδοση, ἀλλὰ προφανῶς τὴν παραμορφώνει. Διαστρέφει καταρχὴν τὸ δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, δημιουργώντας δυὸ κατηγορίες μελῶν, ἡ μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἀφορισμένη στὴν πραγματικότητα ἀπὸ τὴν Εὐχαριστία.

Ἐπιπλέον, στρεβλώνει τὸ νόημα καὶ πλήρωμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μετοχῆς. Δὲν προκαλεῖ ἔκπληξη κατὰ συνέπεια τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ ποὺ ὁ Ἀπόστολος καλεῖ “συμπολίτες τῶν ἁγίων καὶ οἰκείους τοῦ Θεοῦ” (Ἐφεσ. 2:19) γίνονται καὶ πάλι “ἐθνικοί”, “ἐκκοσμικεύονται” καὶ ἡ μετοχή τους στὴν Ἐκκλησία μετριέται καὶ ὁρίζεται μὲ χρηματικοὺς ὅρους ὀφειλῶν καὶ “δικαιωμάτων”. Ἀλλά, ἐπίσης, αὐτὸ ποὺ παραμορφώνεται εἶναι τὸ δόγμα περὶ τῆς θείας Κοινωνίας ποὺ γίνεται πλέον ἀντιληπτὸ ὡς τὸ μυστήριο γιὰ τοὺς λίγους “ἐκλεκτούς” καὶ ὄχι ὡς τὸ μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας τῶν ἁμαρτωλῶν ποὺ μέσα ἀπὸ τὸ ἄπειρο ἔλεος τοῦ Χριστοῦ μεταμορφώνονται διαρκῶς σὲ Σῶμα Κυρίου. Καὶ τελικά, ἀνάλογα διαστρέφεται καὶ ἡ διδασκαλία γιὰ τὴν ἐξομολόγηση.

Παραποιημένη σὲ ὑποχρεωτικὴ προϋπόθεση τῆς Μετάληψης, ἀρχίζει ὅλο καὶ πιὸ φανερὰ νὰ ὑποκαθιστᾶ τὴν πραγματικὴ ἑτοιμότητα γιὰ τὴν Εὐχαριστία, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ γνήσια ἐσωτερικὴ μετάνοια, αὐτὴ ποὺ ἔχει ἐμπνεύσει ὅλες τὶς εὐχὲς πρὸ τῆς θείας Κοινωνίας. Ὕστερα ἀπὸ μιά τρίλεπτη ἐξομολόγηση καὶ συγχωρητικὴ εὐχὴ ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται πλέον “δικαιοῦχος” τοῦ μυστηρίου, “ἄξιος”, ἴσως καὶ ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες του, αἰσθάνεται μὲ ἄλλα λόγια τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ στὸ ὁποῖο μᾶς καλεῖ ἡ ἀληθινὴ μετάνοια.

Μὲ ποιὸ τρόπο λοιπὸν μία τέτοια πρακτικὴ ἐμφανίστηκε καὶ καθιερώθηκε, ὥστε σήμερα πολλοὶ νὰ τὴν ὑπερασπίζονται ὡς τὴν πλέον ὀρθόδοξη; Γιὰ νὰ ἀπαντήσουμε στὴν ἐρώτηση πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη μας τρεῖς παράγοντες: Ἔχουμε ἤδη ἀναφερθεῖ στὸν ἕνα: Πρόκειται γιὰ τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ χλιαρὴ προσέγγιση τῆς πίστης καὶ τῆς εὐσέβειας ἀπὸ τὴν ἴδια τή χριστιανικὴ κοινότητα, ποὺ ὁδήγησε ἀρχικὰ στὴν σπάνια Μετάληψη καὶ τελικὰ στὸν ὑποβιβασμό της σὲ ἅπαξ τοῦ ἔτους “ὑποχρέωση”. Εἶναι ξεκάθαρο ὅτι ὁ πιστὸς ποὺ προσέρχεται στὸ ἱερὸ Μυστήριο μία φορά τὸν χρόνο ὀφείλει πράγματι νὰ “συμφιλιωθεὶ” μὲ τὴν Ἐκκλησία, μέσα ἀπὸ μιά ἐξέταση τῆς συνείδησης καὶ τῆς ζωῆς του κατὰ τὸ μυστήριό τῆς Ἐξομολόγησης.

Ὁ δεύτερος παράγοντας εἶναι ἡ ἐπιρροὴ τῆς μοναστικῆς πρακτικῆς, ποὺ βέβαια στὸ σύνολό της εἶναι ἰδιαίτερα εὐεργετικὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Οἱ μοναχοὶ λοιπόν, γνώριζαν καὶ ἀσκοῦσαν ἐξ’ ἀρχῆς τὴν πρακτική τῆς “ἔκθεσης τῶν λογισμῶν” καὶ τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης τῶν ἀπείρων ἀπὸ τὸν πιὸ ἔμπειρό τῆς κοινότητας. Ἀλλὰ -κι αὐτὸ εἶναι τὸ οὐσιῶδες- αὐτὸς ὁ πνευματικὸς πατέρας ἤ “γέροντας” δὲν ἦταν ἀπαραίτητα ἱερέας ἀφοῦ ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση συνδεόταν μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ ὄχι τὴν ἱεροσύνη.

Στὰ Βυζαντινὰ μοναστικὰ τυπικὰ τοῦ 7ου-8ου αἰώνα οἱ μοναχοὶ ἀπαγορεύεται νὰ ἀποφασίζουν μόνοι τους γιὰ τὴν προσέλευση ἤ τὴν ἀποχή τους ἀπὸ τὸ Ἅγιο Ποτήριο, χωρὶς δηλαδὴ τὴ συγκατάθεση τοῦ πνευματικοῦ τους πατέρα, καθὼς “ἡ ἐξαίρεση ἑαυτοῦ ἀπὸ τὴν Κοινωνία εἶναι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἰδίου θελήματος”. Στὶς γυναικεῖες μονὲς παρόμοια ἄδεια ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὴν ἡγουμένη. Παρατηροῦμε, λοιπόν, πὼς ἡ ἐξομολόγηση ἐδῶ εἶναι μή-μυστηριακοῦ τύπου καὶ βασίζεται στὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ τὴν διαρκῆ καθοδήγηση. Ὡστόσο, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ πρακτικὴ ἔχει ἔντονο ἀντίκτυπο στὸ καθαυτὸ μυστήριο τῆς Ἐξομολόγησης. Στὴ διάρκεια τῆς πνευματικῆς παρακμῆς (τῆς ὁποίας τὴν ἀληθινὴ ἔκταση καὶ σημασία ἀνακαλύπτει κανεὶς μέσα στοὺς κανόνες τῆς λεγομένης Συνόδου τοῦ Τρούλου τοῦ 6ου αἰώνα), τὰ μοναστήρια παρέμειναν τὰ κέντρα τῆς πνευματικῆς μέριμνας καὶ νουθεσίας τῶν λαϊκῶν

[...] Ὁ λαὸς μὲ φυσικὸ τρόπο ταύτισε αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης μὲ τὴν μυστηριακὴ ἐξομολόγηση. Θὰ πρέπει, ὡστόσο, νὰ τονίσουμε ὅτι τὴν ἱκανότητα τῆς πνευματικῆς καθοδήγησης δὲν διαθέτει ὁ κάθε ἐνοριακὸς ἱερέας, ἀφοῦ αὐτὴ προϋποθέτει βαθιὰ πνευματικὴ ἐμπειρία, χωρὶς τὴν ὁποία ἡ “καθοδήγηση” μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει, καὶ στὴν πραγματικότητα συχνὰ ὁδηγεῖ, σὲ ἀληθινὲς πνευματικὲς τραγωδίες. Αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει ἐδῶ, εἶναι ὅτι τὸ μυστήριό τῆς μετανοίας συνδέθηκε κατὰ μία ἔννοια μὲ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση, τὴν ἐπίλυση “δυσκολιῶν” καὶ “προβλημάτων".

Κατ’ ἐπέκταση στὴν παροῦσα ἐνοριακὴ ζωὴ ταυτίστηκε μὲ τὶς “μαζικές” ὀλιγόλεπτες ἐξομολογήσεις ποὺ ἑστιάζονται κυρίως στὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ὅπου ἡ ὅποια νουθεσία καὶ ἀνέφικτη γίνεται, ἀλλὰ καὶ εἶναι πιθανὸ ὅτι φέρει περισσότερη βλάβη παρὰ ὄφελος. Ἡ πνευματικὴ καθοδήγηση πρέπει νὰ ἀποσυνδεθεῖ ἀπὸ τὴν μυστηριακὴ ἐξομολόγηση, ἔστω κι ἂν αὐτὴ ἡ τελευταία εἶναι προφανῶς τὸ ἀπώτερο τέλος κι ὁ σκοπός της.

Ὁ τρίτος καὶ ἀποφασιστικὸς παράγοντας ἦταν, φυσικά, ἡ ἐπίδραση τῆς Δυτικῆς, Σχολαστικῆς καὶ δικανικῆς κατανόησης τῆς μετανοίας. Ἔχουν πολλὰ γραφεῖ γιὰ τὴν “δυτικὴ ὑποδούλωση” τῆς Ὀρθόδοξης θεολογίας, ἀλλὰ φοβᾶμαι πὼς λίγοι ἄνθρωποι συνειδητοποιοῦν τὸ βάθος καὶ τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς στρέβλωσης στὴν ὁποία ἡ Δυτικὴ ἐπιρροὴ ὁδήγησε τὴν ἴδια τη ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν κατανόηση τῶν Μυστηρίων.

Αὐτὸ γίνεται φανερὸ στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας. Ἡ σοβαρὴ παραμόρφωση ἐδῶ συνίσταται στὴν μετατόπιση τοῦ νοήματος τοῦ μυστηρίου ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ἐξομολόγηση στὴν στιγμὴ τῆς “ἄφεσης” ποὺ προσλαμβάνεται δικανικά. Ἡ Δυτικὴ Σχολαστικὴ θεολογία διαχώρισε σὲ δικανικὲς κατηγορίες τὴν ἴδια τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας καί, ἀντίστοιχα, τὴν ἔννοια τῆς ἄφεσης. Ἡ τελευταία πηγάζει ἐδῶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, δηλαδὴ τὴν αὐθεντικὴ φύση τῆς μετανοίας, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ ἱερέως.

Ἐὰν γιὰ τὴν ἀρχικὴ ὀρθόδοξη κατανόηση τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης ὁ ἱερέας εἶναι ὁ παρευρισκόμενος μάρτυρας τῆς μετανοίας, καὶ ὡς ἐκ τούτου μάρτυρας τῆς πλήρους “καταλλαγῆς μὲ τὴν Ἐκκλησία ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ...”, ὁ Λατινικὸς νομικισμὸς ὑπερτονίζει τὴν ἐξουσία τοῦ ἴδιου τοῦ ἱερέως νὰ δίνει ἄφεση ἁμαρτιῶν. Ἔτσι προκύπτει ἡ ὁλότελα καινοφανὴς γιὰ τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα ἀλλὰ ἀρκετὰ δημοφιλὴς σύγχρονη πρακτική της “ἄφεσης-ἁπαλλαγῆς” χωρὶς ἐξομολόγηση.

Ἡ ἀρχικὴ διάκριση ἀνάμεσα σὲ ἁμαρτίες –ἀφορισμοὺς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία (ἀπὸ τοὺς ὁποίους προέκυπτε ἡ ἀνάγκη τῆς μυστηριακῆς συμφιλίωσης μὲ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα) καὶ τῆς ἁμαρτωλότητας ποὺ δὲν ἐξέβαλε τὸν πιστὸ ἐκτὸς Ἐκκλησίας, ἐκλογικεύθηκε ἀπὸ τὸν Δυτικὸ Σχολαστικισμὸ σὲ διαχωρισμὸ ἀνάμεσα στὶς λεγόμενες θανάσιμες καὶ ἐξαγοράσιμες (συγγνωστές) ἁμαρτίες. Οἱ πρῶτες, ἔχοντας ἀπομακρύνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν “κατάσταση τῆς χάριτος” ἀπαιτοῦν μυστηριακὴ ἐξομολόγηση καὶ ἄφεση.

Ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες χρήζουν μόνο ἐσωτερικῆς μεταμέλειας. Στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὡστόσο, καὶ ἰδιαίτερα στὴ Ρωσία (κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς Λατινόφρονος θεολογίας τοῦ Πέτρου Μογίλα καὶ τῶν μαθητῶν του) ἡ θεωρία αὐτὴ κατέληξε στὴν ὑποχρεωτικὴ καὶ δικανικὴ σύνδεση ἀνάμεσα στὴν ἐξομολόγηση-ἄφεση καὶ τὴν Εὐχαριστία.


Κατὰ ἕναν εἰρωνικὸ τρόπο ἡ πιὸ ὁλοφάνερη “διείσδυση” τῶν Λατίνων ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ μεγάλο ἀριθμὸ πιστῶν ὡς ὀρθόδοξη νόρμα, ἐνῶ ἡ πιὸ ἁπλὴ ἀπόπειρα γιὰ ἐπαναξιολόγηση τῆς πρακτικῆς κάτω ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ αὐθεντικοῦ ὀρθοδόξου δόγματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν μυστηρίων καταγγέλλεται ὡς “Ρωμαιοκαθολική”! [...]

Η ψυχή πρέπει να διατηρείται σε νοερή μοναξιά και ησυχία...

Η ψυχή πρέπει να διατηρείται σε νοερή μοναξιά και ησυχία, για να φέρει ο Θεός την δική του ειρήνη μέσα της.

Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τῶν θεῶν καὶ Κύριος τῶν κυρίων ἔκανε τὴν ψυχή σου γιὰ κατοικία καὶ δικό Του ναό, πρέπει νὰ τὴν τιμᾷς τόσο πολύ, ὥστε νὰ μὴν τὴν ἀφήσῃς νὰ ταπεινωθῆ καὶ νὰ κλίνῃ σὲ ἄλλο πρᾶγμα· οἱ ἐπιθυμίες σου καὶ οἱ ἐλπίδες σου ἂς εἶναι πάντοτε στὸν ἐρχομὸ τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἂν δὲν βρῇ τὴν ψυχὴ μόνη της, δὲν θὰ ἔλθη νὰ τὴν ἐπισκεφθῆ.

Αὐτὸς τὴν θέλει χωρὶς λογισμούς, ὅσο μπορεῖ: μόνην ἐντελῶς ἀπὸ ἐπιθυμίες καὶ πολὺ περισότερο μόνη της ἀπὸ τὴν θέλησί της. Γι᾿ αὐτὸ δὲν πρέπει ἐσὺ μόνος σου καὶ χωρὶς διάκρισι νὰ σκληραγωγῆσαι, οὔτε νὰ ψάχνῃς ἀφορμὲς γὰ νὰ πάσχῃς γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, μὲ μόνη τὴν γνώμη τῆς δικῆς σου θελήσεως, ἀλλὰ μὲ τὴν συμβουλὴ τοῦ Πνευματικοῦ σου πατρὸς ποὺ σὲ κυβερνᾷ ὡς τοποτηρητὴς τοῦ Θεοῦ, ὥστε διὰ μέσου αὐτοῦ ὁ Θεὸς διατάσσῃ καὶ ἐνεργῇ στὴ θέλησί σου ἐκεῖνο ποὺ αὐτὸς θέλει.


Μὴν κάνῃς ποτὲ ἐκεῖνο ποὺ θέλεις. Ἀλλὰ ἂς κάνῃ ὁ Θεὸς ἐκεῖνο ποὺ θέλει σὲ σένα. Ἡ θέλησίς σου ἂς εἶναι πάντοτε ἐλεύθερη ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου, δηλαδή, ἐσὺ νὰ μὴν θέλῃς ποτὲ κανένα πρᾶγμα, καὶ ὅταν θελήσῃς τίποτε, ἂς εἶναι τέτοιου εἴδους, ὥστε κι ἂν δὲν γίνῃ ἐκεῖνο ποὺ θέλεις, ἰδιαίτερα τὸ ἀντίθετο, νὰ μὴ λυπᾶσαι, ἀλλὰ ἂς μένη τὸ πνεῦμα σου τόσο ἥσυχο, σὰν νὰ μὴν θέλησες τίποτε.

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία τῆς καρδιᾶς καὶ μοναξιά, τὸ νὰ μὴ δεσμεύεται δηλαδὴ μὲ τὸν νοῦ ἢ μὲ τὴν θέλησί της σὲ κανένα πράγμα. Λοιπὸν ἂν δώσῃς στὸν Θεὸ τὴν ψυχή σου τόσο λυμένη, ἐλεύθερη καὶ μοναχή, θὰ ἰδῆς θαύματα ποὺ αὐτὸς θὰ ἐνεργήσῃ σ᾿ αὐτήν, ἐξαιρετικὰ ὅμως καὶ ἰδιαίτερα τὴν θεϊκὴ εἰρήνη, ποὺ εἶναι τὸ δῶρο ἐκεῖνο, ποὺ μπορεῖ νὰ γίνῃ αἰτία νὰ χωρέσῃ ὅλα τὰ ἄλλα του χαρίσματα, ὅπως εἶπε ὁ μέγας τῆς Θεσσαλονίκης Γρηγόριος (1):

Ὦ θαυμαστὴ μοναξιὰ καὶ ἀπόκρυφο ταμεῖο τοῦ Ὑψίστου! Μέσα στὸ ὁποῖο μόνον αὐτὸς θέλει νὰ ἀκούγεται καὶ ὄχι ἀλλοῦ καὶ ἐκεῖ νὰ ὁμιλῇ στὴν καρδιὰ τῆς ψυχῆς σου. Ὦ ἐρημιὰ καὶ ἡσυχία ποὺ ἔγινε παράδεισος! Ἐπειδὴ μόνον σ᾿ αὐτὴν δίνει ἄδεια ὁ Θεὸς νὰ τὸν βλέπουν ἢ νὰ τοῦ ὁμιλοῦν. «Παρελθὼν ὄψομαι τί τὸ ὅραμα τὸ μέγα τοῦτο», ἔλεγε ὁ Μωυσῆς, ὅταν βρισκόταν στὴν αἰσθητὴ καὶ νοητὴ ἔρημο τοῦ Σινᾶ (Ἔξοδ. 3,3). Ἀλλὰ ἐὰν καὶ σὺ θέλῃς νὰ φθάσης σ᾿ αὐτό, μπὲς στὴν γῆ αὐτὴ ἀνυπόδητος, γιατὶ εἶναι ἁγία.

Ἀπογύμνωσε πρῶτα τὰ πόδια σου, δηλαδὴ τὶς διαθέσεις τῆς ψυχῆς σου, καὶ ἂς μείνουν γυμνὲς καὶ ἐλεύθερες ἀπὸ κάθε γήϊνο πρᾶγμα. Μὴ βαστάσῃς, οὔτε σακκούλι, οὔτε ράβδο σ᾿ αὐτὴ τὴν ὁδό, ὅπως παρήγγειλε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του (Λουκ. 10,4), διότι ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ θέλῃς κανένα πρᾶγμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, σὰν αὐτὰ ποὺ ζητοῦν οἱ ἄλλοι.

Οὔτε νὰ ἀσπασθῇς κανένα πρόσωπο στὴν ὁδὸ αὐτή, ὅπως παρήγγειλε ὁ Ἐλισσαῖος στὸ παιδάριό του (Βασιλ. 4,29) καὶ ἔλεγε ὁ Κύριος στοὺς μαθητές του (Λουκ. 10,4), ἔχοντας ὅλο σου τὸν λογισμὸ καὶ τὴν διάθεσι καὶ τὴν ἀγάπη μόνο στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στὰ κτίσματα: «ἄφησε τοὺς νεκροὺς νὰ θάψουν τοὺς δικούς τους νεκρούς» (Ματθ. 8,22). Ἐσὺ προχώρα μόνος σου στὴν χώρα τῶν ζωντανῶν, καὶ ἂς μὴν ἔχῃ μερίδιο ὁ θάνατος μὲ σένα.


--------------------------


Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΕΡΙΚΟΠΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΕΛΩΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΦΑΡΙΣΑΙΟΥ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑ (18, 10-14)


«…Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην ἄνθρωποι δύο ἀνέβησαν εἰς τὸ Ἱερὸν προσεύξασθαι, ὁ εἷς Φαρισαῖος καὶ ὁ ἕτερος τελώνης. Ὁ Φαρισαῖος σταθεὶς πρὸς ἑαυτὸν ταῦτα προσηύχετο· ὁ Θεός, εὐχαριστῶ σοὶ ὅτι οὔκ εἰμι ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοὶ ἢ καὶ ὡς οὗτος ὃ τελώνης· νηστεύω δὶς τοῦ σαββάτου, ἀποδεκάτῳ πάντα ὅσα κτῶμαι. Καὶ ὁ τελώνης μακρόθεν ἑστὼς οὐκ ἤθελεν οὐδὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὸν οὐρανὸν ἐπάραι, ἀλλ' ἔτυπτεν εἰς τὸ στῆθος αὐτοῦ λέγων ὁ Θεός, ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ. Λέγω γὰρ ὑμῖν, κατέβη οὗτος δεδικαιωμένος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ ἢ ἐκεῖνος· ὅτι πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, ὁ δὲ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται…».


Αγαπητοί μου αναγνώστες, η σημερινή Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου, είναι η αρχή του Τριωδίου, που είναι καιρός μετανοίας. Μας προετοιμάζει για να μπούμε στη Μ. Εβδομάδα και να ζήσουμε το σταυρικό θάνατο του Κυρίου μας, που σταυρώθηκε για την δική μας σωτηρία.

Για να συναντήσουμε το Κύριο μας πρέπει να ΜΗ μείνουμε δούλοι «της κατά σάρκα ζωής» μας αλλά να μιμηθούμε τον Κύριο και να άρουμε και εμείς το σταυρό που μας δόθηκε ίνα τον υπαντήσουμε.

Ο καιρός της μετάνοιας μέσα στην Εκκλησία για να μην παρεξηγηθούμε είναι πάντοτε, απλά επειδή εμείς σαν άνθρωποι είμαστε ράθυμοι και οκνηροί στην πνευματική μας ζωή, η αγία μας Εκκλησία κηρύσσει Μετάνοια και μας καλεί όλους ν’ αγωνισθούμε στο σκοπό αυτό.

Η πρόσκληση της Εκκλησίας για μετάνοια, σημαίνει να «απολέσωμεν» τον παλαιό εαυτό μας, που κυριαρχείται από τα πάθη και να τον μεταμορφώσουμε σε σχέση αγάπης και κοινωνίας με το Θεό και τον άνθρωπο. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται αλλοίωση, όχι εξωτερική αλλά εσωτερική, μεταμόρφωση της ζωής και της ύπαρξής μας, ριζική αλλαγή όλης της υπόστασής μας.

Σ’ αυτήν την αλλαγή ζωής αποβλέπουν η νηστεία, η προσευχή, η άσκηση, η ελεημοσύνη και η συμμετοχή γενικά στα μυστήρια της Εκκλησίας μας. Μέσω αυτών των τακτικών θα πέσουν οι αντιστάσεις των σαρκικών φρονήματος, και έτσι νεκρωμένοι από τα πάθη και τη «κατά σάρκα» ζωή, συμμετέχουμε στο σταυρό του Χριστού μας και ενεργοποιούμε τη Χάρη Του μέσα στην ύπαρξή μας, που είναι Ανάσταση. «,,,Περιπατούμεν εν καινότητι ζωής…» για να γίνουμε«καινοί άνθρωποι» κατά το πρότυπο μας που είναι ο Χριστός και αυτό είναι σωτηρία.

Στη σημερινή παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, ο Χριστός μας δίνει να καταλάβουμε τι είναι και τι δεν είναι μετάνοια.

Η αρχή της μετάνοιας είναι όταν ο άνθρωπος συναισθανθεί την ανεπάρκεια του χωρίς το Θεό. Ο Τελώνης κατέχει πολλά αλλά δεν νοιώθει αυτάρκης, γι’ αυτό αποφασίζει να μετανοήσει. Η νέκρωση αυτή της παλαιάς ζωής του θα έχει κόστος! Θα πρέπει να υποστεί ένα εσωτερικό θάνατο του «θελήματος της σαρκός», αλλά αυτό δεν το φοβίζει. Είναι πρόθυμος να «δώσει αίμα για να πάρει Πνεύμα». Είναι εκείνος ο θάνατος που φέρει ζωή και χαρά γιατί θανατώνεται η φιλαυτία και το αμαρτωλό θέλημα.

Ανεβαίνει στο Ναό μαζί με το Φαρισαίο για να προσευχηθούν. Αλλά η ανάβαση του Τελώνη δεν ήταν φαινομενική, αλλά εσωτερική. «…Ανέβαινε με επίδοση της ψυχής στην αρετή και μάλιστα στην ταπεινοφροσύνη…». Με την ταπεινοφροσύνη αφανιζόταν η «κατά σάρκα» ζωή που διψούσε για πλούτη και επαίνους των ανθρώπων, αλλά ανέβαινε η κατά Θεό ζωή της αγάπης και της κοινωνίας με το Θεό και τον πλησίον.

Η ταπεινοφροσύνη είναι η αρχή, το μέσο αλλά και το τέλος της Μετανοίας. Είναι το ένδυμα που ντύθηκε ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του και τώρα το ενδύεται και ο Τελώνης. Γιατί όπως λένε οι Πατέρες «…όποιος ντυθεί την ταπεινοφροσύνη, ντύνεται τον ίδιο τον Χριστό…».

Ο Τελώνης δεν προσποιείται, είναι άνθρωπος αληθινός, όπως αληθινοί ήσαν και οι Άγιοι, πουπίστευαν και μιλούσαν για την αθλιότητά τους. Παρουσιάζεται άδικος, άρπαγας, ακάθαρτος στη ψυχή ως «κύων τεθνηκώς» δηλ. ψόφιο σκυλί. Λέγει την αλήθεια όσο και αν είναι πικρή. Με αυτή του την συναίσθηση, όχι μόνο ταπεινοφρονεί, αλλά και συνθλίβεται μπροστά στο Θεό και λαχταρά να συναφθεί μ’ Αυτόν εσωτερικά. Κτυπάει το στήθος του και κράζει «…Ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ…».

Ο Φαρισαίος τον κατακρίνει δημόσια, τον εξευτελίζει για να τον γελοιοποιήσει αλλά αυτός τα δέχεται και δεν οργίζεται. Πιστεύει πως είναι και χειρότερος απ’ ότι του προσάγουν. Δέχεται τις ταπεινώσεις και την αδοξία γιατί μ’ αυτά ο Θεός τον δικαιώνει και τον υπερυψώνει. Τους επαίνους του κόσμου δεν τα επιθυμεί γιατί νεκρώθηκε για τον κόσμο. Έγινε «μωρός δια Χριστόν».

Η μετάνοιά του Τελώνη τον ανέδειξε «εκ νεκρών ζώντα».

Ο Φαρισαίος όμως, που ανέβηκε μαζί με τον Τελώνη στο Ναό για να προσευχηθεί, ανέβηκε μόνο σωματικά. Δεν προσευχόταν στο Θεό αλλά «προς εαυτόν», δηλ. στον εαυτό του.

Ευχαριστεί το Θεό όχι για τις ευεργεσίες Του, αλλά επειδή διαφέρει από τους άλλους. Όλοι είναι άρπαγες, μοιχοί, άδικοι και κατονομάζει τον Τελώνη. Κατακρίνει τους πάντες εκτός του εαυτό του. Χαρακτηριστικό της υπεροψίας του και της υπερηφάνειάς του.

Μπορεί να νήστευε, μπορεί να έδινε ελεημοσύνες, καυχώμενος πάντα για τον εαυτό του, αλλά ξεχνούσε αυτό που είπε ο Κύριος, πως ακόμη κι αν τηρήσουμε «όλο το Νόμο» να λέμε πως είμαστε «αχρείοι δούλοι». Και ο Φαρισαίος δυστυχώς καυχιότανε ότι γνώριζε τον Νόμο αλλά αγνοούσε το Νομοθέτη. Αγνοούσε ότι η αγάπη είναι το «πλήρωμα του Νόμου» τον οποίο ερμήνευε.

Όλες οι αρετές αφανίζονται όταν συζευχθούν με την υπερηφάνεια. Ας μη ξεχνάμε ότι η υπερηφάνεια έκανε δαιμονικό το αγγελικό τάγμα του Εωσφόρου. Και του Φαρισαίου η υπερηφάνεια και η κενοδοξία του δεν έχουν όρια. Υποκρίνεται τον ευσεβή και πλάθει μια ψεύτικη εικόνα για τον εαυτό του και όχι την αληθινή όπως ο Τελώνης.

Πως λοιπόν θα μετανοήσει ο άνθρωπος αυτός, όταν η μετάνοια προϋποθέτει «απαρνησάσθω εαυτόν»; Πώς θα σταυρώσει το εγώ του και να το θέσει κάτω απ’ όλους αφού πασχίζει να είναι πάνω απ’ όλους; Ποτέ του δεν γεύθηκε την υψοποιόν ταπείνωση.
Από την πιο πάνω ευαγγελική περικοπή ας εφαρμόσουμε αγαπητοί μου αναγνώστες τα έργα του Φαρισαίου κρατώντας όμως την ταπείνωση του Τελώνη. Ας ενδυθούμε την ταπείνωση, για να ενδυθούμε τον ίδιο το Χριστό! Γιατί μόνο η ταπείνωση νικά τον μνησίκακο εχθρό και τρέπει τα δαιμόνια προς φυγή. 

Είναι προτιμότερο να αμαρτάνουμε και να μετανοούμε και να ταπεινωνόμαστε, παρά να έχουμε πνευματικά επιτεύγματα και να υπερηφανευόμαστε!


Ο Θεός μαζί μας! Γένοιτο!

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

?max-results="+numposts4+"&orderby=published&alt=json-in-script&callback=showrecentposts2\"><\/script>");

ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

 
Copyright © 2013 the love of Jesus.gr
Design by FBTemplates | BTT